«Η αντίδραση της Εκκλησίας στον Γνωστικισμό και η συμβολή του Ειρηναίου Επισκόπου Λυώνος»

2017

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ....................................................................................................................2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ.......................................................................3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Η ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ.................................................................................................................8

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ....................................................................................................12

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.........................................................................................................14

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Εκκλησία, κατά τους πρώτους αιώνες της εξάπλωσής της, βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο μεγάλες προκλήσεις. Τις αιρέσεις και τους διωγμούς. Οι αιρέσεις υπήρξαν ένας τεράστιος εσωτερικός κίνδυνος για τον Χριστιανισμό, αφού απείλησαν αφενός την οικουμενικότητά του και αφετέρου την αυθεντικότητα της διδασκαλίας του. Στον χώρο των αιρέσεων ανήκει και το φαινόμενο του χριστιανικού Γνωστικισμού. Επί της ουσίας πρόκειται για μία μεγάλη ομάδα θρησκευτικοφιλοσοφικών συστημάτων[1] με διαφορές αλλά και με  κοινά χαρακτηριστικά, όπως η διαρχική αντίληψη περί του Θεού, η περί «αιώνων» διδασκαλία, η απόλυτη σωτηριολογική σημασία της γνώσης εις βάρος της πίστης, η απόρριψη ή διαστρέβλωση της Παλαιάς Διαθήκης, ο δοκητισμός, η απαξίωση του κόσμου, του ανθρώπου και της ύλης γενικότερα, ο χωρισμός των ανθρώπων σε κατηγορίες και οι τελετές με χρήση μαγείας. Πρόκειται για ένα μείγμα διαφόρων στοιχείων σε επίπεδο φιλοσοφικό(πυθαγόρειος και νεοπλατωνική φιλοσοφία[2])  και θρησκευτικό, αφού συμπεριέλαβε σωτηριολογικά στοιχεία  από την χριστιανική διδασκαλία και σε πολλές περιπτώσεις το πρόσωπο του Χριστού. Η εποχή κατά την οποία εμφανίστηκε, (οι πρώτοι δύο αιώνες μ.Χ.) διακρίνεται για τις έντονες συγκριτιστικές τάσεις που υπήρχαν στον χώρο της φιλοσοφίας και της θρησκείας, αλλά και την σφοδρότητα των υπαρξιακών ερωτημάτων που απασχολούσαν τον άνθρωπο της κρίσιμης εκείνης περιόδου.

Σε μία τόσο δύσκολη για την Εκκλησία περίοδο, δεδομένου ότι η θεολογική και δογματική της διδασκαλία δεν ήταν ανεπτυγμένη, ο κίνδυνος από την εμφάνιση του Γνωστικισμού υπήρξε άμεσος και ανησυχητικά ρεαλιστικός. Απειλούσε την ίδια την ύπαρξη του Χριστιανισμού,  αφού αλλοίωνε τις πιο σημαντικές δογματικές του διδασκαλίες  και προκαλούσε σύγχυση ανάμεσα στους πιστούς. Η αντίδραση της Εκκλησίας υπήρξε άμεση. Στις Πράξεις των Αποστόλων πληροφορούμαστε για την περίπτωση του Σίμωνα του Μάγου,[3] ο οποίος θεωρείται ο πρόγονος όχι μόνο του Γνωστικισμού αλλά και ο πατέρας των αιρέσεων.[4]Ανάλογες πληροφορίες έχουμε και στις Eπιστολές του Παύλου, στις Καθολικές Eπιστολές και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Πρόκειται όμως για περιστασιακές αναφορές και όχι για μια συστηματική θεολογική αντιμετώπιση του  προβλήματος.  

Από τους πρώτους θεολόγους που αντιλήφθηκαν την σοβαρότητα της κατάστασης ήταν ο Ειρηναίος. Γεννήθηκε  τα έτη μεταξύ 130 και 140 μ.Χ. Το 177 γίνεται Επίσκοπος Λυώνος. Ακριβείς και επιβεβαιωμένες πληροφορίες για το έτος του θανάτου του δεν έχουμε. Θεωρείται πιθανό πως μαρτύρησε το 202μ.Χ.[5] Ο αγώνας του εναντίων του Γνωστικισμού είναι αυτός που τον καθιέρωσε ως έναν από τους μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής του, όχι γιατί ήταν ο πρώτος ή ο μόνος που αντέδρασε, αλλά γιατί ήταν αυτός που συστηματοποίησε την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και έθεσε τις προϋποθέσεις για τον κανόνα της Καινής Διαθήκης.[6]Συνειδητοποίησε ότι ο Γνωστικισμός, εξαιτίας της ποικιλομορφίας του αλλά και της έκτασης που είχε πάρει την εποχή εκείνη, δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί με αποσπασματικές αντιδράσεις, αλλά χρειάζονταν μια θεολογική αντιμετώπιση, με βάση το σύνολο της χριστιανικής διδασκαλίας. Στα έργα του, «Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνῶσεως» και «’Επίδειξις τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος»,εκθέτει τις διδασκαλίες όλων των γνωστικών συστημάτων που είχε υπόψη του, τις οποίες και αναιρεί, εκθέτοντας όλη την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας στη βάση της Αγίας Γραφής και της ι.παράδοσης.

Στην παρούσα εργασία, θα ασχοληθούμε με τις κυριότερες ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές διδασκαλίες που ανέπτυξε ο Ειρηναίος, στην προσπάθειά του να αναιρέσει τις αντίστοιχες απόψεις των Γνωστικών. Στο πρώτο κεφάλαιο θα αναφερθούμε στις  βασικές ανθρωπολογικές δοξασίες του Γνωστικισμού και την σχετική διδασκαλία του Ειρηναίου, ενώ στο δεύτερο κεφάλαιο θα μας απασχολήσει η Σωτηριολογία του σε αντιδιαστολή με την γνωστική Σωτηριολογία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ   Α΄

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ

Για να γίνει κατανοητή η γνωστική ανθρωπολογία, η διδασκαλία δηλαδή εκείνη που ασχολείται με τα ερωτήματα που αφορούν στην φύση και στην ουσία του ανθρώπου, στην προέλευση του, στην σχέση του με τον Θεό και τον κόσμο και στον σκοπό της ύπαρξης του, θα πρέπει να αναφερθούμε, έστω και επιγραμματικά, στην αντίληψη που είχαν οι Γνωστικοί για τον κόσμο και την ύλη γενικότερα. Το βασικό ερώτημα της ύπαρξης του κακού και της προέλευσης του, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την πίστη σε έναν αγαθό και δίκαιο Θεό. Για τον λόγο αυτό, επινόησαν την ύπαρξη ενός δευτέρου Θεού, κατώτερου από τον πρώτο και δημιουργού του κόσμου και του ανθρώπου. Κατά συνέπεια ο άνθρωπος καθίσταται εντελώς ξένος προς τον ύψιστο και αγαθό Θεό.[7] Εφόσον κάθε τι υλικό είναι δημιούργημα ενός κακού Θεού, ο άνθρωπος και ο κόσμος είναι άξιοι περιφρόνησης και καταδικασμένοι σε απώλεια. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε τρείς κατηγορίες, τους πνευματικούς, στους χοϊκούς και  σε ένα ενδιάμεσο στάδιο, τους ψυχικούς. Η τριμερής αυτή διαίρεση ,όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Π.Χρήστου, θυμίζει την παύλειο Ανθρωπολογία,[8] φαινομενικά όμως και όχι επί της ουσίας. Όσον αφορά στην φύση του ανθρώπου, φαίνεται ότι υπάρχει σε αυτήν ένα θεϊκό στοιχείο, το οποίο κατά τον Π.Χρήστου ως σπινθήρας ζωής βρίσκεται σε όλους τους ανθρώπους,[9] ενώ κατά τον Α.Θεοδώρου οι χοϊκοί τον στερούνται παντελώς,[10] πράγμα που, κατά την άποψή μας, φαίνεται και πιο πιθανό, αφού κατά αυτόν τον τρόπο δικαιολογείται και η διδασκαλία των Γνωστικών ότι δεν υπάρχει καμία, για αυτούς,  δυνατότητα σωτηρίας. Στην κατηγορία των πνευματικών ανήκουν οι Γνωστικοί, γεγονός που προσδίδει έναν επιλεκτικό χαρακτήρα στην διδασκαλία τους. Όσον αφορά στην προέλευση της  αμαρτίας, αυτή δεν είναι ξεκάθαρη στα περισσότερα γνωστικά συστήματα. Ο Π. Χρήστου, ορθά κατά την άποψή μας, βρίσκει μια πιθανή εξήγηση στην γνωστική θεογονία και στην βαθμιαία απομάκρυνση του σύμπαντος από τον ύψιστο Θεό, το οποίο καθίσταται τελικά ατελές και για τον λόγο αυτό αμαρτωλό.[11]Πάντως η αμαρτία ως απόφαση και ευθύνη του ανθρώπου απουσιάζει από τα γνωστικά συστήματα, αφού η ύπαρξή της προηγείται της δημιουργίας του.

Στο βασικό ερώτημα των Γνωστικών, πως είναι δυνατόν ένας ατελής κόσμος να προέρχεται από έναν τέλειο Θεό, ο Ειρηναίος απαντά με βάση την Αγία Γραφή και την θεολογία του περί της «προόδου».Η αρχή της ύπαρξης των δημιουργημάτων είναι ο Θεός.[12]Είναι χαρακτηριστική η επιμονή του στην μοναδικότητα του Θεού και στην διευκρίνηση ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός πάνω από τον Δημιουργό, απαντώντας με τον τρόπο αυτό στις γνωστικές αντιλήψεις περί  δυαρχίας.[13] Στην συνέχεια αναφέρεται στον τρόπο δημιουργίας του ανθρώπου, επισημαίνοντας την προσωπική εμπλοκή του Θεού σε αυτήν, αφού τον έπλασε με τα ίδια του τα χέρια.[14] Την διδασκαλία της δημιουργίας «κατ’εἰκόνα», ο Ειρηναίος εννοεί ως την αρχέγονη φύση του ανθρώπου, ενώ κάποιες φορές αφήνει να εννοηθεί και μια σωματική έννοια, αφού ο άνθρωπος πλάθεται  κατά το πρότυπο της μελλοντικής ενσάρκωσης του Λόγου.[15]Με την πνοή ζωής που ενεφύσησε ο Θεός στον άνθρωπο, τον κατέστησε όμοιο με Αυτόν,[16] με την έννοια βεβαίως της δυνατότητας για τελείωση. Η πνοή αυτή τους προστάτευε από την αμαρτία[17] είχε όμως πρόσκαιρο χαρακτήρα, ενώ αντίθετα, το πνεύμα Θεού είναι εκείνο που μπορεί να χαρίσει στον άνθρωπο την αθανασία.[18] Η έννοια της τελείωσης, διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο την σκέψη του Ειρηναίου, γιατί είναι αυτή που θα τον οδηγήσει στην θεολογία της «προόδου»ή της «αύξησης».Ο άνθρωπος, πλάστηκε «κατ’εἰκόνα» και κύριος όλων των όντων, αλλά  ενώ τα υπόλοιπα ζώα βρίσκονταν στο αποκορύφωμα της δύναμής τους, ο άνθρωπος ήταν  σε νηπιακή ηλικία και έπρεπε να μεγαλώσει για να πετύχει την τελείωση.[19]Σε αυτό το σημείο εστιάζει ο Ειρηναίος, για να εξηγήσει την είσοδο της αμαρτίας στην ανθρωπότητα και να απαντήσει στο βασανιστικό ερώτημα του Γνωστικισμού για την ατέλεια του κόσμου. Ως νήπιο ο άνθρωπος ήταν ευάλωτος στον Σατανά, από τον οποίο παρασύρθηκε και παράκουσε την εντολή του Θεού,[20] με αποτέλεσμα την εκδίωξή του από τον Παράδεισο και την αμαύρωση αλλά όχι καταστροφή του «κατ’εἰκόνα»[21]. Με την πτώση, το πνεύμα του Θεού αντικαταστάθηκε από την ροπή προς την αμαρτία,[22] η οποία μεταδίδεται κληρονομικά στους ανθρώπους[23] και την οποία ο Ειρηναίος εννοεί ως απομάκρυνση από τον Θεό[24]. Την πτώση του ανθρώπου όμως αποδίδει και σε ένα άλλο λόγο. Στο χάρισμα της ελεύθερης επιλογής που του εδόθη από τον Θεό και το οποίο ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει σωστά, λόγω της νηπιακής του ηλικίας. Χάρις όμως στην θεία Οικονομία, υπάρχει η δυνατότητα της αύξησης του ανθρώπου σταδιακά, την οποία ο Ειρηναίος συνδέει με την αύξηση της θεογνωσίας, όπως ορθά επισημαίνει, κατά την άποψή μας, ο Στ.Παπαδόπουλος.[25] Με την διδασκαλία του αυτεξούσιου, ο Ειρηναίος παράλληλα, δίδει απάντηση στο ερώτημα των Γνωστικών για την προέλευση του κακού, το οποίο κατά τον τρόπο αυτό αποδίδεται στην  ανώριμη χρήση της ελευθερίας του ανθρώπου και όχι στην σύσταση της φύσεώς του.  Όσον αφορά στην σύνθεση του ανθρώπου, σε κάποια χωρία φαίνεται να υιοθετεί την διχοτομία, υποστηρίζοντας ότι αποτελείται από την ψυχή και το σώμα,[26] τα οποία οφείλει ο άνθρωπος να φροντίζει εξίσου, γιατί η πτώση μπορεί να προκληθεί και από τα δύο. Με τον τρόπο αυτόν απαντά στις απαξιωτικές για το σώμα αντιλήψεις των Γνωστικών. Υποστηρίζει την άρρηκτη σύνδεση που υπάρχει μεταξύ τους, αφού η αγιότητα της σάρκας, που επιτυγχάνεται με την εγκράτεια, έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση της αγιότητας της ψυχής, που συνίσταται στην ακεραιότητα της πίστεως. Όσον αφορά όμως στον τέλειο άνθρωπο, δηλαδή τον Χριστιανό, εδώ διακρίνει και ένα τρίτο στοιχείο, το πνεύμα, το οποίο εννοεί ως δώρο του Θεού, όχι πλέον σε όλους τους ανθρώπους, όπως η πνοή ζωής που δόθηκε καθολικά, αλλά σε αυτούς που το αξίζουν[27] και είναι το αξιολογικό στοιχείο που διακρίνει τον Χριστιανό. Στο ερώτημα, αν ο Ειρηναίος δέχεται διχοτομία ή τριχοτομία, ορθά ,κατά την άποψή μας, ο Α.Θεοδώρου δέχεται επί της ουσίας την διχοτομία, αφού το τρίτο στοιχείο αποτελεί για τον Ειρηναίο δώρο Θεού, ενώ από την φύση του ο άνθρωπος διαθέτει μόνο τα άλλα δύο.[28]Στις αντιλήψεις των Γνωστικών για τον διαχωρισμό των ανθρώπων σε τρείς κατηγορίες, ο Ειρηναίος αντιπαραθέτει  αφενός την διδασκαλία περί καθολικότητας της αμαρτίας, η οποία οφείλεται στην κληρονομικότητα της προπατορικής πτώσης[29] και αφετέρου στην δυνατότητα για  σωτηρία που δίνεται σε όλους τους ανθρώπους, φέρνοντας ως παράδειγμα τον Αβραάμ και τους Εθνικούς[30] που μπόρεσαν να σωθούν μέσω της πίστης τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Η ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ

Το ζήτημα της σωτηρίας, δεν αφορά μόνο στην ανάπτυξη της σχετικής σωτηριολογικής διδασκαλίας των Γνωστικών, αλλά είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ολόκληρη η γνωστική θεωρία. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η σχέση ανάμεσα στην Σωτηριολογία, την Ανθρωπολογία και την Χριστολογία είναι στενή, αφού για να εξετάσουμε το ζήτημα της ανθρώπινης σωτηρίας, θα πρέπει να αναφερθούμε στον ίδιο τον άνθρωπο ,αλλά και στον Χριστό, που στην περίπτωση του χριστιανικού Γνωστικισμού διαδραματίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο. Πράγματι  στα περισσότερα γνωστικά συστήματα, υπάρχει το πρόσωπο του Χριστού, το οποίο συνδέουν με το ζήτημα της ανθρώπινης σωτηρίας. Σε αντίθεση όμως με τον Χριστιανισμό, όπου η απάντηση είναι χριστοκεντρική, στον Γνωστικισμό το πρόσωπο του Χριστού έχει δευτερεύουσα σημασία. Η ρίζα του σωτηριολογικού ζητήματος θα πρέπει να αναζητηθεί στην ανθρωπολογία τους. Εφόσον η ύλη, ως δημιούργημα του κακού Θεού, είναι εξ ορισμού κακή και ο άνθρωπος αποτελείται από ύλη, η σωτηρία του αυτόματα καθίσταται προβληματική. Την λύση έδωσε η διδασκαλία τους για την ύπαρξη κάποιων «θείων» ή «πνευματικών» ή «φωτεινών» σπινθήρων, τα οποία υπάρχουν έγκλειστα στον άνθρωπο. Η ύπαρξη αυτών των στοιχείων, καθιστά εφικτή ,υπό  προϋποθέσεις, την δυνατότητα της σωτηρίας. Σε αυτό το σημείο όμως, διακρίνουμε μία από τις ιδιαιτερότητες του Γνωστικισμού. Τα στοιχεία αυτά, δεν υπάρχουν σε όλους τους ανθρώπους, αλλά σε ορισμένες από τις κατηγορίες ανθρώπων και συγκεκριμένα στους πνευματικούς και στους ψυχικούς. Στους υλικούς δεν υπάρχει το πνευματικό αυτό στοιχείο, με αποτέλεσμα, εφόσον αποτελούνται μόνο από ύλη, να καταστραφούν ολοσχερώς χωρίς καμία δυνατότητα σωτηρίας[31]. Στον αντίποδα βρίσκονται οι πνευματικοί, δηλαδή οι Γνωστικοί, οι οποίοι περιέχουν εκ φύσεως το πνευματικό στοιχείο και κατά συνέπεια είναι σίγουρο ότι θα σωθούν, ενώ για τους ψυχικούς, η σωτηρία εξαρτάται από τους ίδιους, εφόσον είναι οι μόνοι που χρειάζονται πίστη και έργα για να φτάσουν στην τέλεια γνώση.[32] Επί της ουσίας, η γνωστική σωτηριολογία, έχει κάποια έννοια, μόνο για αυτήν την ενδιάμεση κατηγορία ανθρώπων, ενώ για τις υπόλοιπες δύο στερείται παντός νοήματος. Με βάση τις συγκεκριμένες διδασκαλίες μπορούμε να διακρίνουμε έναν ιδιότυπο συνδυασμό, ανάμεσα στην δυνατότητα για σωτηρία και τον απόλυτο προορισμό. Η ουσία της λύτρωσης, βρίσκεται στην αποδέσμευση των πνευματικών στοιχείων, από την αιχμαλωσία της ύλης, μέσω της  πραγματικής και αποκεκαλυμμένης, μόνο στους Γνωστικούς, μυστικής  γνώσης του Ύψιστου  Θεού. Ο Χριστός, ως ένας από τους ανώτερους αιώνες, βοηθά τον ψυχικό άνθρωπο, όπου ως τέτοιοι εννοούνται οι Χριστιανοί,[33] να κατακτήσει την αληθινή γνώση των γνωστικών μυστηρίων. Εφόσον όμως η ύλη είναι κακή, ο Χριστός και, εδώ εισερχόμαστε στην περιοχή της Χριστολογίας, δεν θα μπορούσε να ενανθρωπιστεί πραγματικά, αλλά μόνο φαινομενικά. Ως συνέπεια του δοκητισμού, ο Χριστός δεν έπαθε πραγματικά στον Σταυρό . Η σωτηριολογική σημασία της σταυρικής θυσίας εκμηδενίζεται και μετατίθεται στην μυστική γνώση της αποφυγής του πάθους.[34] Εφόσον η κατάκτηση της γνώσεως έχει λυτρωτική έννοια, στερείται νοήματος το πρόσωπο του σωτήρα, αφού τελικά ο ίδιος ο άνθρωπος σώζει τον εαυτό του.

Στις διδασκαλίες των Γνωστικών, ο Ειρηναίος απάντησε προβάλλοντας  το έργο των Αποστόλων και την αυθεντικότητα τους. Δεν διστάζει μάλιστα να χρησιμοποιήσει την γνωστική ορολογία, λέγοντας ότι οι Απόστολοι απέκτησαν την τέλεια γνώση, ύστερα από την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.[35] Στη συνέχεια αναφέρεται στην αδιάλειπτη  αποστολική διαδοχή, η οποία αποκλείει κάθε ενδεχόμενο απόκρυφης και μυστικής αποκάλυψης.[36]  Όσον αφορά στη Σωτηριολογία ειδικότερα, στο επίκεντρο βρίσκεται η  θεολογία της «ανακεφαλαιώσεως» την οποία συνδέει άμεσα με την θεία οικονομία. [37]Με την πτώση του ανθρώπου, χάθηκε  το «κατ’εἰκόνα»  αλλά δεν καταστράφηκε. Κατά συνέπεια, η απώλεια, αν και τραγική, δεν ήταν ολοκληρωτική και αμετάκλητη. Σε αντίθεση με την απαισιοδοξία των Γνωστικών, ο Ειρηναίος διατυπώνει, εκ μέρους του Χριστιανισμού, την αισιόδοξη προοπτική της «ἐν Χριστῶ» απελευθέρωσης του ανθρώπου. Ολόκληρη η πλάση ανακεφαλαιώνεται στο πρόσωπο και το έργο του Χριστού και αποκαθίσταται η κοινωνία με τον Θεό.[38]Για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η ανακεφαλαίωση, ο προαιώνιος Λόγος του Θεού έπρεπε να ενσαρκωθεί. Τον ρεαλισμό της Σωτηριολογίας του θεμελιώνει ο Ειρηναίος στον ρεαλισμό της ενσάρκωσης  και των παθών του Χριστού,[39]   ενώ την αναγκαιότητα της επιχειρεί να αποδείξει με λογικούς συσχετισμούς. Εάν ο Χριστός δεν γεννήθηκε, δεν πέθανε, άρα δεν αναστήθηκε και κατά συνέπεια δεν νίκησε τον θάνατο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα  σωτηρίας για το ανθρώπινο γένος.[40] Εφόσον το κακό στην ύλη δεν είναι οντολογικό, αλλά αποτέλεσμα της παραπλάνησης του ανθρώπου, ο Χριστός έλαβε την ανθρώπινη φύση χωρίς την αμαρτία της, πραγματικά και όχι φαινομενικά και με αυτόν τον τρόπο λύνει το πρόβλημα του γνωστικού δοκητισμού. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της σκέψης του Ειρηναίου είναι η συχνή χρήση των παραλληλισμών, γεγονός που παραπέμπει στον Παύλο, όπως ορθά επισημαίνει ο Chadwick.[41]Εφόσον ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ μας οδήγησε στην πτώση και την απώλεια ήταν απαραίτητο ο Χριστός, ως νέος Αδάμ, έχοντας πραγματικό σώμα ανθρώπου, να νικήσει τον θάνατό και να μας οδηγήσει στην σωτηρία.[42] Στο σημείο αυτό, ο Α.Θεοδώρου θεωρεί ότι με αυτόν τον παραλληλισμό ο Ειρηναίος θέλει να συνδέσει άμεσα την δημιουργία με την ενσάρκωση[43]. Την ανυπακοή, αντικατέστησε η υπακοή, η αμαρτία του ξύλου εξαλείφθηκε με την υπακοή του ξύλου της σταυρικής θυσίας, την σημασία της οποίας επισημαίνει ιδιαίτερα, ενώ η  απείθεια μιας παρθένου παραλληλίζεται με την ευπείθεια της Θεοτόκου, η οποία διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στην θεολογία της ανακεφαλαίωσης.[44]Εάν ο Χριστός είχε πλαστεί όπως και ο Αδάμ, θα είχαμε μία νέα πλάση, γεννήθηκε όμως από την Παρθένο για να ανακεφαλαιώσει τον ίδιο άνθρωπο.[45] Η ουσία της σωτηρίας  έγκειται στην ένωση του ανθρώπου με τον Θεό[46] και στην θέωση του, η οποία είναι προοδευτική.[47] Ο θάνατος καταργείται[48] και ο άνθρωπος επιστρέφει στην προπτωτική αρχέγονη κατάσταση[49]. Όσον αφορά στον ρόλο  ανθρώπου στην κατάκτηση της  σωτηρίας, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Η πίστη στον Χριστό, ως Σωτήρα της ανθρωπότητας, είναι ένα από τα  κεντρικά σημεία της Σωτηριολογίας του. Στο γεγονός της πίστεως θεμελιώνει ο Ειρηναίος  την καθολικότητα και οικουμενικότητα της σωτηρίας, σε αντίθεση με την επιλεκτικότητα των Γνωστικών. Όλοι οι άνθρωποι μπορούν να σωθούν εφόσον πιστέψουν στον Χριστό και τηρήσουν τις εντολές του.[50]Κατά συνέπεια είναι εξαιρετικής σημασίας η διαφύλαξη της ακεραιότητάς της πίστεως αφενός και, αφετέρου, η έμπρακτη απόδειξη της μέσα από την τήρηση των εντολών του Θεού[51] από τις οποίες η  κυριότερη είναι η αγάπη.[52]  Παράλληλα, όπως και ο Παύλος, αναφέρεται συχνά στην υπεροχή της πίστης έναντι του παλαιού Νόμου,[53]με συνέπεια το κάλεσμα του Χριστιανισμού  να αφορά σε ολόκληρη την ανθρωπότητα και όχι μόνο στους Ισραηλίτες.[54]

Παρά την χριστοκεντρικότητα της Σωτηριολογίας του, ο Ειρηναίος αναπτύσσει και την καθοριστικής σημασίας συμβολή του Αγίου Πνεύματος.[55]Για να μπορέσει ο πιστός να ενωθεί με τον Χριστό ,θα πρέπει να είναι ενωμένος και με το Άγιο Πνεύμα, γεγονός που ο ίδιος συνδέει άμεσα με την Εκκλησία και τα μυστήριά της, ιδιαίτερα του Βαπτίσματος και της θείας Ευχαριστίας, της οποίας τον ρεαλισμό επισημαίνει ιδιαίτερα.[56] Χαρακτηριστική είναι η πεποίθηση του Ειρηναίου ότι η Εκκλησία δεν είναι ένας απλός μεσίτης ή απεσταλμένος, αλλά ο ίδιος ο Χριστός,[57]είναι εκείνη που καθιστά το λυτρωτικό  Του έργο οικείο στους πιστούς,[58] εκείνη που συγκεντρώνει ολόκληρη την αλήθεια και στην οποία θα πρέπει να ανατρέχουμε εάν υπάρχουν προβλήματα.[59]

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η αντίδραση της Εκκλησίας στο επικίνδυνο φαινόμενο του Γνωστικισμού, υπήρξε άμεση και καθοριστική  για την διατήρηση της αυθεντικότητας της πίστεως. Στα βιβλία της Καινής Διαθήκης διασώζονται οι πρώτες αντιδράσεις, ενώ  ένας μεγάλος αριθμός εκκλησιαστικών Πατέρων ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό. Ανάμεσά τους και ο Ειρηναίος, Επίσκοπος Λουγδούνου, οποίος ξεχώρισε για την μεθοδικότητα του και το μέγεθος της εργασίας του. Συγκέντρωσε και κατέγραψε  ένα πολύ μεγάλο πλήθος διδασκαλιών σχεδόν όλων των Γνωστικών ομάδων της εποχής του, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην αναγνώριση του προβλήματος και την αντιμετώπισή του. Συστηματοποίησε, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, ολόκληρη την μέχρι τότε δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και έθεσε τις βάσεις  για τον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Στήριξε την θεολογία του σε αποσπάσματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, αποδεικνύοντας αφενός την ενότητα μεταξύ τους και, αφετέρου, συμβάλλοντας στην αξιοπιστία της Παλαιάς Διαθήκης, την οποία απέρριπταν κατηγορηματικά οι Γνωστικοί. Ανέδειξε την τεράστια σημασία της Αποστολικής διαδοχής ως κριτήριο αυθεντικότητας και αξιοπιστίας και την ενότητα της Εκκλησίας.

Όσον αφορά στην Ανθρωπολογία και Σωτηριολογία ειδικότερα, η συμβολή του Ειρηναίου υπήρξε εξαιρετικά σπουδαία. Με την θεολογία της «προόδου» ή της «αυξήσεως», φανέρωσε την αισιόδοξη προοπτική της χριστιανικής Ανθρωπολογίας. Εφόσον το κακό δεν αποτελεί οντολογικό συστατικό του ανθρώπου, υπάρχει ελπίδα να αποκαταστήσει την σχέση του με τον Θεό. Με την θεολογία της «ανακεφαλαίωσης» την οποία διατύπωσε στα πλαίσια της Σωτηριολογίας του, φανέρωσε τον ρεαλισμό  αλλά και την αναγκαιότητα αυτής της αποκατάστασης, μέσα από το πρόσωπο και το έργο του Χριστού. Επιχείρησε να αποδείξει με μια σειρά από λογικούς συσχετισμούς την πραγματικότητα της ενσάρκωσης και των παθών Του, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο  στην καταπολέμηση του δοκητισμού. Παράλληλα, βοήθησε σημαντικά,  αφενός στην ανάδειξη του  λυτρωτικού έργου της Εκκλησίας ως ο κατεξοχήν  χώρος στον οποίο ο άνθρωπος οικειοποιείται την λύτρωση, μέσα από τα μυστήρια και τις αγιαστικές πράξεις και, αφετέρου, στην οικουμενικότητά της, αφού η σωτηρία παρέχεται ως δυνατότητα, σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως.

[2] Β.Φειδάς, «Εκκλησιαστική ιστορία Α»΄,(Αθήνα,1978)87.

[3] Πραξ.η΄9-24.

[4]Α. Μαρά, «Ψευδοπροφήτες και ψευδαπόστολοι στη χριστιανική γραμματεία των πρώτων αιώνων», Επιστημονική Επιθεώρηση του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία» 2 (2011) 342.

[5]Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, Τόμ. Α΄ (Ἀθήνα, 1977),20.

[6] H.Chadwick, The Εarly Church (London: Penguin, 1993),81.

[7] Ἀγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, ὑπό Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη,Δ.Θ. Ἀρχιμανδρίτου,(Θεσσαλονίκη 1991),Α΄Κεφ. Β΄1.

[8] Π.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Β΄, Περίοδος διωγμών (Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1978),128.

[9] Οπ.,129.

[10] Α.Θεοδώρου,Θέματα Ιστορίας δογμάτων(Ἀθήνα,1986),184.

[11] Π.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Β΄, Περίοδος διωγμών (Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1978),128.

[12] Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος,( Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1965),παρ.4.

[13] Ἀγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, ὑπό Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη,Δ.Θ. Ἀρχιμανδρίτου,(Θεσσαλονίκη 1991),Β΄κεφ.Α΄1-3.

[14]Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος,( Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1965)παρ.11.

[15] Π.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Β΄, Περίοδος διωγμών (Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1978),710.

[16] Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος,( Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1965),παρ.11.

[17] Οπ.,παρ.14.

[18] Π.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Β΄, Περίοδος διωγμών (Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1978),711.

[19] Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος,( Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1965),παρ.12.

[20] Οπ.,παρ.16.

[21] H.Chadwick, The Εarly Church (London: Penguin, 1993),80.

[22] Π.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Β΄, Περίοδος διωγμών (Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1978),711.

[23] Οπ.,712.

[24] Οπ.,711.

[25] Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, Τόμ. Α΄ (Ἀθήνα, 1977),301-302.

[26] Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος,( Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1965),παρ.2.

[27] Οπ.,σ.14.

[28] Α.Θεοδώρου,Θέματα Ιστορίας δογμάτων(Ἀθήνα,1986),241.

[29] Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος,( Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1965),παρ.30.

[30] Οπ.,παρ.35.

[31] Ἀγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, ὑπό Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη,Δ.Θ. Ἀρχιμανδρίτου,(Θεσσαλονίκη 1991),Α΄κεφ.ΣΤ΄1.

[32] Οπ.,Α΄κεφ.ΣΤ΄2.

[33] Π.Τίκου, Οι Γνωστικοί και η συμβολή του Κλήμη Αλεξανδρέα στον θεολογικό αγώνα των Πατέρων κατά των Γνωστικών, Μεταπτυχιακή Διατριβή, (Πάτρα: ΕΑΠ, 2013),23.

[34] Οπ.,131.

[35] Ἀγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, ὑπό Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη,Δ.Θ. Ἀρχιμανδρίτου,(Θεσσαλονίκη 1991),Γ΄κεφ.Α΄1.

[36] Οπ.,Γ΄κεφ.Β΄2.

[37] Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος,( Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1965),παρ.34.

[38] Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος,( Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1965),παρ.31.

[39] Ἀγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, ὑπό Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη,Δ.Θ. Ἀρχιμανδρίτου,(Θεσσαλονίκη 1991),Γ΄κεφ.ΙΗ΄6.

[40] Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος,( Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1965),παρ.39.

[41] H.Chadwick, The Εarly Church (London: Penguin, 1993),80.

[42] Ἀγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, ὑπό Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη,Δ.Θ. Ἀρχιμανδρίτου,(Θεσσαλονίκη 1991),Γ΄,κεφ.ΚΑ΄10.

[43] Α.Θεοδώρου,Θέματα Ιστορίας δογμάτων(Ἀθήνα,1986),255.

[44] Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος,( Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1965),παρ.32-40,51-59.

[45] Ἀγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, ὑπό Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη,Δ.Θ. Ἀρχιμανδρίτου,(Θεσσαλονίκη 1991),Γ΄,κεφ.ΚΑ΄10.

[46] Οπ.Γ΄κεφ.ΙΗ΄7.

[47] Π.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Β΄, Περίοδος διωγμών (Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1978),713.

[48] Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος,( Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1965),παρ.6,31.

[49] Οπ.,παρ.32.

[50] Οπ.παρ.3.

[51] Οπ.,παρ.3,39,89,95,97.

[52] Οπ.παρ.87.

[53] Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος,( Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1965),παρ.87,89,96.

[54] Οπ.,παρ.35,42,91,94.

[55] Οπ.,παρ.42.

[56] Ἀγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, ὑπό Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη,Δ.Θ. Ἀρχιμανδρίτου,(Θεσσαλονίκη 1991),Ε΄κεφ.Β΄3.

[57] Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος,( Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1965),παρ.94.

[58] Α.Θεοδώρου,Θέματα Ιστορίας δογμάτων(Ἀθήνα,1986),260.

[59] Ἀγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, ὑπό Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη,Δ.Θ. Ἀρχιμανδρίτου,(Θεσσαλονίκη 1991),Γ΄κεφ.Δ΄1.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πρωτεύουσα:

Καινή Διαθήκη: Πράξεις των Αποστόλων.

Ἀγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια, ὑπό Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη,Δ.Θ. Ἀρχιμανδρίτου,(Θεσσαλονίκη 1991).

Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου, Επίδειξις του Αποστολικού κηρύγματος, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος, (Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 1965).

Δευτερεύουσα:

Θεοδώρου,Α.,Θέματα Ιστορίας δογμάτων(Ἀθήνα,1986).

Μαρά, Α., «Ψευδοπροφήτες και ψευδαπόστολοι στη χριστιανική γραμματεία των πρώτων αιώνων», Επιστημονική Επιθεώρηση του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία» 2 (2011) 327-352.

Παπαδόπουλου, Στ., Πατρολογία, Τόμ. Α΄ (Ἀθήνα, 1977).

Ράγκου, Σ. «Η συνάντηση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό από τον πρώτο ως τον τέταρτο αιώνα», στο Δ. Μόσχου και Σπ. Ράγκου, Η Ορθοδοξία ως Κληρονομιά. τ. Α΄. Οι πρώτες ιστορικές καταβολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Πάτρα: ΕΑΠ, 2002).

  Τίκου, Π., Οι Γνωστικοί και η συμβολή του Κλήμη Αλεξανδρέα στον θεολογικό αγώνα των Πατέρων κατά των Γνωστικών, Μεταπτυχιακή Διατριβή, (Πάτρα: ΕΑΠ, 2013).

Chadwick, Henry, The Εarly Church (London: Penguin, 1993).

Φειδά, Β., Εκκλησιαστική Ιστορία Α,΄ (Αθήνα, 19942).

Χρήστου, Π., Ελληνική Πατρολογία, τ. Β΄, Περίοδος διωγμών (Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1978).

Χρήστου, Π., «Γνωστικισμός», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, Τόμ. 4 (1964).

Π. Χρήστου,  «Γνωστικισμός», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, Τόμ. 4 (1964)591.