ΟΙ Επιστημολογίες των August Comte, Paul Feyerabend και Thomas Kuhn

2021

Σύνθεση VIII, Wassily Kandinsky.

Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται  το ζήτημα της επιστήμης, σε αναφορά με τη γνωσιολογία των φιλοσόφων August Comte, Paul Feyerabend και Thomas Kuhn. Ποια ήταν η συμβολή του Comte, στη θεμελίωση του φιλοσοφικού ρεύματος του θετικισμού; Πως αυτό το ρεύμα αποτέλεσε και το διανοητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκαν οι θεωρίες του Feyerabend για την επιστήμη; Ποια ήταν η συμβολή της επιστημολογίας του Kuhn για τα Παραδείγματα, ως μια εναλλακτική οδό ανάμεσα στις επιστημολογικές θεωρήσεις του Comte και τις ακραίες θέσεις του Feyerabend, σχετικά με τον χαρακτήρα και τη φύση της επιστήμης;

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ο COMTE ΚΑΙ Ο ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ

Ο FEYERABEND ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΉ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟ

H ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚUΗΝ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο AUGUST COMTE ΚΑΙ Ο ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ

Ο August Comte, ήταν Γάλλος φιλόσοφος (1798-1857), ιδρυτής του επιστημονικού κλάδου της Κοινωνιολογίας, αλλά και θεμελιωτής του φιλοσοφικού θετικισμού[1]. Οι επιστημολογικές του απόψεις επηρέασαν σε πολύ μεγάλο βαθμό την εμφάνιση του κινήματος του Λογικού Θετικισμού, τόσο ώστε να θεωρείται ένας από τους προδρόμους του[2].

Σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Comte, η εξέλιξη της ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας συνιστά πρόοδο, σταθερή και αναπόφευκτη[3], η οποία θα πρέπει να περάσει από τρία διαδοχικά στάδια. Πρόκειται για τον Νόμο των τριών καθεστώτων[4]. Τα τρία αυτά καθεστώτα είναι αναγκαία και διαδοχικά. Το πρώτο είναι το θεολογικό ή μυθικό[5]. Παρά το γεγονός ότι το θεωρεί πρωτόγονο[6], είναι αναγκαίο, αφού αποτελεί τον μοναδικό τρόπο, σε αυτό το στάδιο της πνευματικής ανωριμότητας του ανθρώπου, με τον οποίο μπορεί να δώσει μία διέξοδο στα υπερβατικά ερωτήματα για την αρχή, το τέλος του κόσμου και την βαθύτερη ουσία των φαινομένων[7]. Προκειμένου να τα εξηγήσει, καταφεύγει σε υπερφυσικές ή θεϊκές δυνάμεις, των οποίων αποτελέσματα είναι τα φαινόμενα[8].

Το δεύτερο στάδιο της μεταφυσικής ή αφηρημένης φιλοσοφίας, δεν έχει να προσφέρει κάτι άλλο, πέρα από τη μετάβαση στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αυτό της επιστήμης ή του θετικισμού[9]. Τη μεταφυσική φιλοσοφία ο Comte τη βλέπει ως μία τροποποίηση του θεολογικού σταδίου[10]. Ωστόσο θεωρεί και αυτό το στάδιο αναγκαίο, εφόσον η διαφορά μεταξύ της θεολογικής προσέγγισης από την επιστημονική, συνιστά ριζική αντίθεση, με αποτέλεσμα να υπάρχει απόλυτη ανάγκη ενός μεταβατικού σταδίου[11].

Το τρίτο και τελευταίο στάδιο, το επιστημονικό ή θετικιστικό, είναι η αναπόφευκτη, οριστική και αμετάκλητη εξέλιξη της ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας[12]. Στο στάδιο αυτό ο άνθρωπος έχει αποκτήσει πλέον την απαραίτητη ωριμότητα, ώστε να έχει πλήρη συνείδηση των νοητικών του ικανοτήτων και να μπορεί να θέτει μόνο τα ερωτήματα εκείνα, τα οποία είναι σε θέση να απαντήσει[13], χωρίς να καταφεύγει σε υπερφυσικές και αφηρημένες δυνάμεις. Μέσα από την ακριβή παρατήρηση, να μπορεί να ανάγει τα φαινόμενα σε αμετάβλητους νόμους, οι οποίοι θα είναι σε θέση να περιγράφουν τις σταθερές σχέσεις μεταξύ τους[14].

Ο Comte θεωρεί ότι η επιστήμη σήμερα δεν μπορεί να εξελιχθεί περισσότερο ποιοτικά, αλλά μόνο ποσοτικά. Με άλλα λόγια δεν έχει να αλλάξει κάτι από τον τρόπο που ερευνά, αλλά μόνο το εύρος της έρευνά της, να βρει δηλαδή περισσότερα φαινόμενα και να τα συσχετίσει μεταξύ τους με νόμους[15].

Ο FEYERABEND ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΉ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟ

Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της προηγούμενης ενότητας, ο Comte θεωρήθηκε ένας από τους προδρόμους του κινήματος του Λογικού Θετικισμού. Το φιλοσοφικό αυτό κίνημα, δημιουργήθηκε το 1920 από τον Κύκλο της Βιέννης, μιας ομάδας διανοούμενων της εποχής, μεταξύ των οποίων οι Hans Hahn, Phillip Frank, Otto Neurath,Moritz Schlick. Στόχος τους ήταν η επέκταση της επιστημονικής μεθόδου στη φιλοσοφία[16], ώστε να αποκτήσει την καθαρότητα, την αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα των φυσικών επιστημών. Το βασικό τεκμήριο θεμελίωσης της επιστημονικής θεωρίας ήταν, για την Παραδεδομένη άποψη, η εμπειρία[17]. Η θέση ότι μπορεί και οφείλει η επιστήμη να είναι απολύτως ουδέτερη απέναντι σε κάθε είδους συναισθηματική και ιδεολογική προκατάληψη, ήταν και αυτή ένας από τους βασικούς της άξονες, καθώς και η απόρριψη της Μεταφυσικής[18].

Ωστόσο οι παραπάνω απόψεις έτυχαν αυστηρής κριτικής. Αρκετοί ερευνητές, ορμώμενοι κυρίως από την Κριτική του Καθαρού Λόγου του Κant, υποστήριξαν ότι δεν υπάρχει απροκατάληπτη παρατήρηση[19]. Θεωρούσαν ότι η παρατήρηση έχει ενεργητικό χαρακτήρα, ενώ για να επιτευχθεί χρειάζονται όχι μόνο οι αισθήσεις αλλά και η διάνοια[20]. Έτσι η παρατήρηση συνδέθηκε με την ερμηνεία, πράγμα που σημαίνει ότι η παρατήρηση δεν είναι ποτέ απροϋπόθετη.

Ο Λογικός Θετικισμός βρίσκονταν στην καλύτερη στιγμή του, από το 1940 μέχρι το 1960. Ωστόσο εκείνη την εποχή, ξεκίνησε η διαμόρφωση ενός νέου κινήματος, με καθαρά αντιθετικιστικό χαρακτήρα και επικεφαλείς τους Kuhn, Feyerabend, Hanson και Toulmin.

Σε αυτό το διανοητικό περιβάλλον, ο Paul Feyerabend, Αυστριακός φιλόσοφος της Επιστήμης(1924-1994),ξεχώρησε για τη ριζοσπαστικότητα της σκέψης του. Ο ίδιος ονόμασε τη φιλοσοφία του αναρχική μεθοδολογία[21]. Η πιο ακραία άποψη που διατύπωσε, συνοψίζεται στη φράση, στην επιστήμη όλα επιτρέπονται[22]. Με άλλα λόγια, δε δέχονταν τη διάκριση επιστήμης-μη επιστήμης[23], αμφισβητούσε την ορθολογικότητά της, τόνιζε την ιστορική της διάσταση, την ασυνέπεια μεταξύ θεωρίας και εμπειρίας[24], τη διαπλοκή ανάμεσα στην πολιτική και την επιστήμη, ενώ καλωσόριζε ακόμα και τη συμβολή των αδαών και απατεώνων προκειμένου να εμπλουτιστεί η παιδεία[25].

Τις θέσεις του αυτές ο Feyerabend, τις θεμελίωνε σε δύο βασικές απόψεις. Αφενός στη θέση του ότι καμία θεωρία, δε συμφωνεί απόλυτα με το εύρος των εφαρμογών της, ούτε και είναι απροϋπόθετη [26], αφού σε αρκετές περιπτώσεις, νόμοι που θεωρούνταν αληθείς, εμπειρικά αποδείχθηκαν λανθασμένοι[27]. Η δεύτερη βασική του αρχή είχε να κάνει με την επιμονή του στην ελευθερία της σκέψης και την αντίθεση του σε κάθε είδους δογματισμό ή σοβινισμό της επιστήμης, όπως ο ίδιος ονόμαζε την απολυτοποίησή της από τον σύγχρονο άνθρωπο[28]. Αυτός ο σοβινισμός αποτελούσε για τον Feyerabend, εμπόδιο στην ελευθερία του πνεύματος[29]. Έφθανε μέχρι του σημείου να δέχεται ότι κάθε είδους θεωρία, όχι μόνο οι επιστημονικές, αλλά ακόμα και αυτές που ανήκουν σε ριζικά αντίθετους χώρους, όπως οι μύθοι, ή η θεολογία, μπορούσε να συμβάλλει στη διαμόρφωση της ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας[30]. Θεωρούσε ότι η πρόοδος είναι δυνατό να επιτευχθεί με την ανακάλυψη των προκαταλήψεων, μέσα από την αντιπαράθεση διαφορετικών μεταξύ τους θεωριών και όχι με την ανάλυση μίας θεωρίας[31]. Για τον ίδιο λόγο διακήρυσσε ότι στόχος του δεν ήταν η αντικατάσταση μιας μεθοδολογίας με μία άλλη, αλλά η κατάδειξη της σχετικότητας όλων των μεθόδων[32].

H ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚUΗΝ

Αυτός όμως που θεωρήθηκε ως η κατ’ εξοχήν ηγετική μορφή του αντιθετικισμού, ήταν ο Αμερικανός επιστημολόγος Τhomas Kuhn (1922-1996), με το βιβλίο του Η Δομή των Επαναστάσεων. Όπως ο Feyerabend, έτσι και ο Kuhn αμφισβήτησε την ουδετερότητα και το απροϋπόθετο της επιστημονικής σκέψης, τονίζοντας τη σημασία της ιστορικότητας και του πλαισίου ανακάλυψης στην διαμόρφωση των επιστημονικών θεωριών[33].Πίστευε ότι η επιστήμη είναι ένα πολιτιστικό φαινόμενο και ως τέτοιο, αλληλεπιδρά με άλλα στοιχεία ενός πολιτισμού, όπως η τέχνη, η θρησκεία, η μεταφυσική[34]. Δεν τοποθέτησε τη θρησκευτικότητα και τη μεταφυσική σε διαφορετικά στάδια εξέλιξης, όπως έκανε ο Comte, αλλά θεώρησε τα στοιχεία αυτά ταυτόχρονα μέσα στην κοινωνία.

Με τη θεωρία των Παραδειγμάτων, δηλαδή ένα σύνολο κοινών θεωριών, πεποιθήσεων, μεθόδων, τεχνικών, αξιών, που ασπάζονται όλα τα μέλη μιας επιστημονικής κοινότητας, σε μία συγκεκριμένη ιστορική χρονική περίοδο, ο Kuhn, είδε τις επιρροές μέσα στα πλαίσια του Παραδείγματος και όχι σε ολόκληρο τον χώρο της επιστήμης, όπως έκανε ο Feyerabend. Με άλλα λόγια, ο Kuhn έλεγε ότι όσο διαρκεί το Παράδειγμα, τα πάντα καθορίζονται από αυτό, περιορίζοντας έτσι το πεδίο έρευνας των επιστημόνων στους λεγόμενους γρίφους [35], η λύση των οποίων δεν αποτελεί καινοτομία[36], αλλά μία προσπάθεια επίλυσης ενός προβλήματος στο εσωτερικό του Παραδείγματος. Ωστόσο, όταν ο επιστήμονας παρατηρήσει μία ιδιαίτερη ανωμαλία, δηλαδή ένα μη αναμενόμενο εμπειρικό γεγονός, το οποίο ξεφεύγει κατά πολύ από τα πλαίσια ενός γρίφου, τότε οι περιορισμοί χαλαρώνουν και οι επιστήμονες αρχίζουν και εργάζονται στο νέο πεδίο έρευνας, εγκαινιάζοντας μία μεταβατική περίοδο, την οποία ο Kuhn ονόμαζε ιδιόρρυθμη επιστήμη, κατά τη διάρκεια της οποίας, υπάρχει πράγματι ένας πλουραλισμός, αφού πλέον το παράδειγμα αμφισβητείται, η αυστηρότητα των προϋποθέσεων αίρεται και η δημιουργικότητα του επιστήμονα απελευθερώνεται, προκειμένου να αντιπαρατεθεί στη-διαποτισμένη από το Παράδειγμα- θεωρία. Ωστόσο στον Kuhn, ο πλουραλισμός αυτός δεν φθάνει στην ακρότητα του Θεωρητικού Πλουραλισμού του Feyerabend, σύμφωνα με τον οποίο ο επιστήμονας όχι μόνο θα πρέπει να συγκρίνει ασυνεπείς μεταξύ τους θεωρίες, ώστε να αυξηθεί η ελεγξιμότητά τους (αντιεπαγωγισμός), αλλά θα πρέπει η ασυμβατότητα των θεωριών να είναι τέτοια ώστε όλα να επιτρέπονται[37].

Σύμφωνα με τα τρία στάδια του Comte, κάθε θεωρία που ανήκει σε ένα από τα προηγούμενα στάδια του θετικισμού, δηλαδή στο στάδιο της θεολογίας και στο στάδιο της μεταφυσικής, χαρακτηρίζονταν αντιεπιστημονική και απαράδεκτη. Για το ίδιο ζήτημα ο Feyerabend στα πλαίσια του πλουραλισμού του, συμπεριελάμβανε τα πάντα, φθάνοντας στην άρνηση της διάκρισης επιστήμης –μη επιστήμης, ενώ ο Kuhn δεν θεωρούσε κάθε παλαιότερη θεωρία απαραίτητα ως αντιεπιστημονική, αφού τη έβλεπε μέσα από την ιστορικότητα του Παραδείγματος[38]. Πίστευε ότι λόγω της ασυμμετρίας, η οποία υπάρχει μεταξύ των Παραδειγμάτων, μόνο στο εσωτερικό του ίδιου Παραδείγματος μπορεί να αξιολογηθεί μία θεωρία και όχι έξω από αυτό. Έτσι σε αντίθεση με τον Feyerabend, ο Kuhn δεν αμφισβήτησε την ορθολογικότητα της επιστήμης, αλλά την τοποθέτησε μέσα στην ιστορία.

Παρόμοια, στο ζήτημα της διάκρισης του Comte, μεταξύ παρατήρησης και θεωρίας, τοποθέτησε την εξάρτηση της θεωρίας από την παρατήρηση μέσα στα πλαίσια του Παραδείγματος, εκεί όπου πράγματι τα πάντα είναι διαποτισμένα από αυτό. Όμως, κατά τις περιόδους κρίσεως θεωρούσε ότι η εξάρτηση αυτή χάνεται, αφού ο επιστήμονας πλέον αγωνίζεται ενάντια στο Παράδειγμα, το οποίο ενώ πριν κυριαρχούσε, τώρα τίθεται υπό αμφισβήτηση.

Τέλος, όσον αφορά στο ζήτημα της προόδου, ενώ ο Comte τη θεωρούσε ως το οριστικό χαρακτηριστικό του θετικιστικού σταδίου[39] και ο Feyerabend πίστευε ότι τα πάντα συμβάλλουν σε αυτήν, ακόμα και το μη ορθολογικό[40], ο Kuhn υποστήριζε ότι η πρόοδος δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της επιστήμης[41], αφού αναγνώριζε την ύπαρξή της στα πλαίσια του Παραδείγματος, αλλά όχι έξω από αυτά[42].

  1.Δ. Αναπολιτάνου, Θ Αραμπατζή, Β. Καρακώστα,& Β. Κιντή, Β.,Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες: Φιλοσοφία της Επιστήμης, Τομ.Γ΄ (Πάτρα: Έκδοση Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, 2003) 28.

[2] Όπ.,20,28.

[3]Α. Κοντ, Μαθήματα Θετικής Φιλοσοφίας, Μτφ. J. L. Skokko, (Αθήναι: Εκδόσεις Αναγνωστίδη),55,74,85.

[4] Όπ.,55.

[5] Όπ.,58.

[6] Όπ.,71.

[7] Όπ.,71.

[8] Όπ.,59.

[9] Α. Κοντ, Μαθήματα Θετικής Φιλοσοφίας, 75.

[10] Όπ.,60.

[11] Όπ.,75.

[12] Όπ.,85.

[13] Όπ.,73,78.

[14] Όπ.77.

[15] Όπ.,86.

[16] Δ. Αναπολιτάνου, κ.α., Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες,17.

[17] Όπ.,129

[18] Όπ.,29,30.

[19] Όπ.,134.

[20] Όπ.,134.

[21] Όπ.,156.

[22] Δ. Αναπολιτάνου, κ.α., Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες ,164.

[23] P. Feyerabend, Ενάντια στη μέθοδο, για μια αναρχική θεωρία της γνώσης, μτφ. Γρ. Καυκαλάς, Γ. Γκονταρούλης (Θεσσαλονίκη: εκδ. Σύγχρονα Θέματα (1983)81.

[24] Όπ.,88.

[25] Όπ.,62.

[26] Όπ.,62.

[27] Όπ.,235.

[28] Όπ.,80.

[29] Όπ.,226.

[30] Όπ.,61.

[31] Όπ.,61.

[32] Όπ.,64.

[33] Δ. Αναπολιτάνου, κ.α., Β.,Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες,156.

[34]T. Kuhn, Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, Εισ. επιμ. Β. Κάλφα, μτφ. Γ. Γεωργακόπουλου, Β. Κάλφα (Αθήνα: εκδ. Σύγχρονα Θέματα) 35.

[35] Όπ.,89.

[36] Όπ.,102.

[37] P. Feyerabend, Ενάντια στη μέθοδο,54

[38] T. Kuhn, Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων,64

[39] Α. Κοντ, Μαθήματα Θετικής Φιλοσοφίας,74.

[40] P. Feyerabend, Ενάντια στη μέθοδο, 188.

[41] T. Kuhn, Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, 242.

[42] Όπ., 245.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ

Feyerabend P., Ενάντια στη μέθοδο, για μια αναρχική θεωρία της γνώσης, μτφ. Γρ. Καυκαλάς, Γ. Γκονταρούλης (Θεσσαλονίκη: εκδ. Σύγχρονα Θέματα (1983)

Κόντ Α., Μαθήματα Θετικής Φιλοσοφίας, Μτφ. J. L. Skokko,(Αθήναι: Εκδόσεις Αναγνωστίδη)

Kuhn T., Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, Εισ. επιμ. Β. Κάλφα, μτφ. Γ. Γεωργακόπουλου, Β. Κάλφα (Αθήνα: εκδ. Σύγχρονα Θέματα)

ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ

Αναπολιτάνου Δ., Αραμπατζή Θ., Καρακώστα Β.,& Κιντή Β., Η Εξέλιξη των Ιδεών στις Φυσικές Επιστήμες: Φιλοσοφία της Επιστήμης, Τομ. Γ΄ (Πάτρα: Έκδοση Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, 2003)

Subscribe to our newsletter