Standpoint Theory. Φεμινιστικές γνωσιολογίες της επιστήμης και αντικειμενικότητα
2023
Στον χώρο των επιστημών, η γυναίκα έχει τις ίδιες δυνατότητες με τον άνδρα για μια επιτυχημένη ακαδημαϊκή καριέρα ή υποεκπροσωπείται;
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η φεμινιστική γνωσιολογική σκοπιά. Βασικές αρχές
Το ζήτημα της αντικειμενικότητας
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Είναι γεγονός ότι στον χώρο των επιστημών η γυναίκα υποεκπροσωπείται. Η ανισότητα της συμμετοχής τους στην έρευνα και την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, συνδέεται άμεσα με το ζήτημα του κύρους. Μία έρευνα, για να θεωρείται επιτυχημένη, θα πρέπει να υποστηρίζεται από ένα δίκτυο που περιλαμβάνει από τις ίσες ευκαιρίες για μια καλή εκπαίδευση, μέχρι τη χορήγηση υποτροφιών, τα διδακτορικά, την απασχόληση σε ακαδημαϊκές θέσεις, τις χρηματοδοτήσεις ερευνών, κ.α. Το κύρος αυτό συνδέεται τις περισσότερες φορές με τον άνδρα επιστήμονα, καθώς και με τις λεγόμενες αρρενωπές επιστήμες, σε αντίθεση με τις γυναίκες οι οποίες σχετίζονται με μειωμένο κύρος[1].
Δεδομένων των παραπάνω συνθηκών, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, εμφανίστηκε η φεμινιστική φιλοσοφία με στόχο την αντιμετώπιση των έμφυλων διακρίσεων σε ζητήματα που αφορούν την επιστήμη και ιδιαίτερα τη μεθοδολογία της επιστήμης, τις πρακτικές, τα πρότυπα και το ρόλο των επιστημονικών αξιών στην παραγωγή μιας μη έμφυλης γνώσης.
Η φεμινιστική φιλοσοφία δεν αποτελεί ένα ενιαίο και ομοιόμορφο σύνολο ιδεών, αφού με το πέρασμα του χρόνου διαμορφώθηκαν διάφορα ρεύματα, όπως ο φεμινιστικός εμπειρισμός, ο φεμινιστικός μεταμοντερνισμός και η φεμινιστική γνωσιολογική σκοπιά[2], με βασικά χαρακτηριστικά την αναγνώριση της σημασίας του κοινωνικού πλαισίου στην παραγωγή γνώσης, την αντίθεση στην ουσιοκρατική αντίληψη για το φύλο κ.α[3].
Στη παρούσα εργασία θα ερευνηθεί η φεμινιστική γνωσιολογική σκοπιά σε σχέση με το ζήτημα της αντικειμενικότητας και κατά πόσο και αν είναι δυνατόν, μια κοινωνικά τοποθετημένη άποψη να θεωρείται αντικειμενική.
Η φεμινιστική γνωσιολογική σκοπιά. Βασικά χαρακτηριστικά.
Η φεμινιστική γνωσιολογική σκοπιά, γνωστή ως Standpoint theory, επινοήθηκε από τη διαπρεπή Αμερικανίδα φιλόσοφο Sandra Harding, ενώ η Καναδή κοινωνιολόγος Dorothy Smith συνέβαλλε στη διαμόρφωσή της[4]. Οι βασικές θέσεις της θεωρίας αυτής συνοψίζονται στα εξής:
· Η γνώση είναι κοινωνικά τοποθετημένη
· Οι περιθωριοποιημένες ομάδες διαθέτουν ένα γνωσιολογικό πλεονέκτημα έρευνας στα ζητήματα που τους αφορούν.
· Η καταλληλότερη αφετηρία έρευνας είναι οι προσωπικές μαρτυρίες των μελών των περιθωριοποιημένων ομάδων.
Η συγκεκριμένη θεωρία συνδέει την πολιτική και την κοινωνική εξουσία με την παραγωγή της επιστημονικής γνώσης[5]. Οι αρχές της γνωσιολογικής σκοπιάς ανιχνεύονται στη θεωρία του Hegel για τις σχέσεις αφέντη και δούλου, καθώς και στους Marxs και Lucacs[6].
Η πρώτη αρχή ότι η γνώση είναι κοινωνικά τοποθετημένη, αμφισβητεί ευθέως την παραδοσιακή ανδροκρατούμενη αντίληψη, ότι η επιστημονική γνώση μπορεί να είναι ουδέτερη και αμερόληπτη. Άλλωστε η αντίληψη για το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο είναι μια παραδοσιακή θεωρία που φανερώνει ανδροκρατικά στερεότυπα και κάθε άλλο παρά έλλειψη αξιών[7]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα αντισυλληπτικά χάπια, τα οποία θεωρούνται φύσει γυναικεία υπόθεση[8]. Η φεμινιστική σκοπιά θεωρεί ότι η γνώση είναι για και από ένα συγκεκριμένο και κοινωνικά τοποθετημένο σύνολο υποκειμένων, το οποίο καθορίζεται από τις σχέσεις εξουσίας[9].
Η δεύτερη βασική αρχή, γνωστή ως γνωσιολογικό προνόμιο, δίνει μία προτεραιότητα γνώσης στα μέλη των περιθωριοποιημένων ομάδων, όταν η γυναίκα ως ακαδημαϊκή ερευνήτρια, βιώνει το διπλό όραμα του υποκειμένου και του αντικειμένου της μελέτης, στο οποίο συνυπάρχουν η κουλτούρα του κυρίαρχου και τα βιώματα του κυριαρχούμενου[10]. Με αυτόν τον τρόπο βλέπει και τις δύο όψεις του νομίσματος, γεγονός που είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάνει η πλευρά που είναι μόνο κυρίαρχη.
Η τρίτη βασική αρχή είναι η άποψη ότι το καλύτερο σημείο εκκίνησης μιας έρευνας είναι οι προσωπικές εμπειρίες των γυναικών[11]. Μάλιστα η Harding θεωρεί ότι οι προσωπικές αυτές εμπειρίες δεν δίνουν μόνο μια ακριβέστερη εικόνα της κατάστασης των καταπιεσμένων γυναικών, αλλά φωτίζουν και την πλευρά των καταπιεστών, αποκαλύπτοντας-μεταξύ άλλων- τον τρόπο με τον οποίο διαστρεβλώνεται την πραγματικότητα[12].
Αν λάβουμε υπόψη μας την κλασική έννοια της επιστήμης και το ύψιστο ιδανικό της, που είναι η αντικειμενικότητα, φαίνεται σχεδόν αναπόφευκτη η αντίδραση στα βασικά σημεία αυτής της θεωρίας. Η φεμινιστική θεωρία απόψεων, όπως και άλλες φεμινιστικές θεωρίες, κατηγορήθηκαν ότι φλερτάρουν με τον σχετικισμό, άρα υπονομεύουν την αξιοπιστία της επιστημονικής γνώσης. Εγείρεται κατά συνέπεια το ερώτημα πως είναι δυνατόν να είναι αξιόπιστη μία έρευνα όταν δεν είναι αντικειμενική;
Το ζήτημα της αντικειμενικότητας
Η Harding δεν αρνείται την κοινωνική και πολιτική της τοποθέτηση, την οποία όχι μόνο δεν θεωρεί ως εμπόδιο στην αξιοπιστία της έρευνας, αλλά τη βλέπει ως πλεονέκτημα[13]. Δεν απαξιώνει την έννοια της αντικειμενικότητας. Αντιθέτως θεωρεί την κοινωνικά τοποθετημένη γνώση ως ισχυρή αντικειμενικότητα, σε αντίθεση με την παραδοσιακή άποψη ότι οι κοινωνικά τοποθετημένες θέσεις μετράνε ως μόνο ως απόψεις[14]. Ισχυρίζεται ότι μέχρι τώρα υποτιθέμενη αντικειμενικότητα της παραδοσιακής επιστήμης, όχι μόνο δεν είναι αντικειμενική, αλλά παρουσιάζει αρκετές αδυναμίες. Η Ηarding την ονομάζει αδύναμη αντικειμενικότητα[15]. Εδώ βρίσκεται και μία βασική διαφορά ανάμεσα στον φεμινιστικό εμπειρισμό και τη γνωσιολογική σκοπιά. Ο φεμινιστικός εμπειρισμός θεωρεί ότι οι βασικές αρχές της επιστήμης δεν έχουν εφαρμοστεί σωστά από την επιστημονική κοινότητα. Αν εφαρμοστούν αυτές οι βασικές αρχές τότε η επιστήμη θα πάψει να είναι έμφυλη. Αντίθετα η γνωσιολογική σκοπιά πιστεύει ότι αυτό είναι μέρος του προβλήματος, αφού αυτές οι μέθοδοι είναι αδύναμες να ερευνήσουν αξιόπιστα τέτοιου είδους σύνθετα προβλήματα, όπως είναι το ζήτημα των έμφυλων διακρίσεων[16].
Για να υπάρξει ισχυρή αντικειμενικότητα, η Harding προτείνει μία διαφορετική μεθοδολογία, η οποία θα πρέπει να περιέχει έναν πλουραλισμό απόψεων και θέσεων, με αντιπροσωπευτική και ισότιμη συμμετοχή των εμπλεκομένων στην επιστημονική έρευνα. Με άλλα λόγια οι επιστημονικές κοινότητες θα πρέπει, για να είναι αντικειμενικές, να είναι διαφοροποιημένες, αντιπροσωπευτικές και δημοκρατικές[17]. Μια ουδέτερη έρευνα, αδυνατεί να συνειδητοποιήσει τον ρόλο των κοινωνικών θέσεων στη διαμόρφωση της γνώσης, ενώ η φεμινιστική σκοπιά θέλει να διαφωτίσει τον ρόλο που διαδραματίζει αυτή η κοινωνική θέση. Αυτή η διαφοροποίηση των οπτικών, συμβάλει στην αύξηση της αξιοπιστίας. Η γνωσιολογική σκοπιά δεν αρνείται και στους άνδρες το δικαίωμα μιας αξιόπιστης έρευνας, αλλά θεωρεί τη γυναικεία θέση ως καλύτερο σημείο εκκίνησης, εφόσον συνδέεται και με την προσωπική εμπειρία[18]. Επιπλέον η διαφοροποίηση δεν αφορά μόνο την οπτική ανδρών – γυναικών, αλλά και τη διαφορετική οπτική μέσα στην ίδια τη φεμινιστική φιλοσοφία, με τον πλουραλισμό των θέσεών της. Υπάρχουν φεμινιστικές θέσεις που έχουν διαφορετικές οπτικές, αφού σχετίζονται με πολιτισμούς, κουλτούρες, κοινωνικές τάξεις, σεξουαλικό προσανατολισμό κ.α.[19].Η γνωσιολογική σκοπιά βλέπει θετικά αυτή τη διαφοροποίηση και δεν θεωρεί ότι υπάρχει μία ιδανική θέση εκκίνησης, αλλά ότι όλες μαζί συμβάλουν στην έρευνα[20].
Το ζήτημα της αντιπροσωπευτικότητας συνδέεται άμεσα με το θέμα της διαφοροποίησης. Κάθε έρευνα για να έχει ισχυρό βαθμό αξιοπιστίας, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της και ερευνητές από τις περιθωριοποιημένες ομάδες. Μόνο τότε θα τεθούν ερωτήματα έρευνας, τα οποία κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα τίθονταν[21]. Το διπλό όραμα, ή η εργασία στα όρια[22], παρέχει αυτό το πλεονέκτημα. Ωστόσο για να λειτουργήσει το διπλό όραμα ως γνωσιολογικό πλεονέκτημα, θα πρέπει η γυναίκα να μην αποστασιοποιηθεί από τη γυναικεία της ταυτότητα, προκειμένου να μην αισθάνεται ψυχικά διχοτομημένη.
Το γνωσιολογικό πλεονέκτημα δεν ισχύει αυτόματα, όπως υποστήριξαν οι επικριτές της γνωσιολογικής σκοπιάς. Αυτό θα σήμαινε έναν ατομικισμό στην επιστημονική πρακτική, τον οποίο η γνωσιολογική σκοπιά δεν δέχεται. Η απάντηση της Harding στο ζήτημα του ατομικισμού, βρίσκεται στην έννοια της συλλογικής συνείδησης ή ταυτότητας, μέσα από τη συμμετοχή στους συλλογικούς κοινωνικούς αγώνες, ώστε οι περιθωριοποιημένοι να αποκτήσουν μία δημόσια φωνή[23]. Δεν πρόκειται για το μεμονωμένο συμφέρον μιας περιθωριοποιημένης ομάδας εναντίον μιας άλλης, δεν είναι μία ατομικιστική θεωρία αλλά μία κοινωνική, αφού το γνωσιολογικό πλεονέκτημα δεν είναι αυτόματο αλλά επιτεύξιμο[24]. Δεν αρκεί η απλή μεμονωμένη καταγραφή της εμπειρίας, η οποία σε πολλές περιπτώσεις μπορεί και να είναι εμποτισμένη από τα στερεότυπα της κυρίαρχης τάξης[25]. Αντίθετα απαιτείται η διαμόρφωση μίας συλλογικής δημοκρατικής συνείδησης, πέρα από ατομικά συμφέροντα.
Η γνώση για να είναι αντικειμενική θα πρέπει να είναι δημοκρατική, να λαμβάνει δηλαδή υπόψη της όλες τις πλευρές σε συλλογικό επίπεδο και να είναι δημόσια προσιτή και ανοιχτή σε όλους, για να υπόκειται σε δημόσια κριτική αξιολόγηση[26]. Η Helen Longino δίνει ιδιαίτερη σημασία στη δημόσια κριτική, αφού μέσα από αυτή τη διαδικασία, ατομιστικές ιδιαιτερότητες μπορεί να αποκαλυφθούν και να εξαλειφτούν και η επιστημονική κοινότητα με την αντιπροσωπευτικότητά και τις διαφοροποιήσεις της, θα μπορεί να αποφασίσει αν αυτές οι ιδιαιτερότητες είναι ωφέλιμες για την έρευνα ή όχι[27].
Η γνωσιολογική θεωρία απόψεων έχει χαρακτήρα περιγραφικό και κανονιστικό[28], εφόσον δεν αρκείται στην περιγραφή της πραγματικότητας, αλλά ευελπιστεί στο να παρέχει και τις ενδεδειγμένες λύσεις. Ο κανονιστικός της χαρακτήρας, υπενθυμίζει τον ηθικό χαρακτήρα που οφείλει να έχει η αντικειμενικότητα. Η αντικειμενικοποίηση του κόσμου δεν είναι δυνατή από την επιστήμη, εφόσον και αυτή είναι μέρος του κόσμου και δεν μπορεί να έχει θέα από το πουθενά. Το ζήτημα βρίσκεται όχι στο αν θα ερευνηθεί η πραγματικότητας με βάση τις αξίες, αλλά σε ποιες αξίες και σε ποιο βαθμό θα δοθεί η προτεραιότητα, ώστε να μην παραμορφώνονται τα επιστημονικά συμπεράσματα. Στο πλαίσιο μιας σύγχρονης και επικαιροποιημένης επιστημολογίας, ίσως θα έπρεπε να επανεξεταστεί το ζήτημα της χρήσης του όρου αντικειμενικότητα και να αποσυνδεθεί από την έννοια της αξιοπιστίας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι έμφυλες διακρίσεις στον χώρο της επιστημονικής κοινότητας και το φεμινιστικό κίνημα, έδωσαν την αφορμή για τη δημιουργία της φεμινιστικής φιλοσοφίας, με στόχο την έρευνα των αιτιών που οδηγούν σε αυτή την ανισότητα.
Ανάμεσα στα φιλοσοφικά ρεύματα που διαμορφώθηκαν, η φεμινιστική γνωσιολογική σκοπιά δίνει έμφαση στη σχέση ανάμεσα στη γνώση και την εξουσία και αναγνωρίζει ότι η γνώση διαμορφώνεται από μία κυρίαρχη κουλτούρα. Από την άλλη μεριά, αμφισβητεί την άποψη ότι η κοινωνικά τοποθετημένη γνώση δεν πληροί τα κριτήρια της αντικειμενικότητας. Αναδεικνύει το γεγονός ότι καμία γνώση δεν βρίσκεται εκτός ιστορικού πλαισίου, ενώ η έρευνα που προέρχεται από την εμπειρία των περιθωριοποιημένων ομάδων μπορεί, κάτω από προϋποθέσεις, να παρέχει ένα γνωσιολογικό προνόμιο, το οποίο όχι μόνο δεν μειώνει την αντικειμενικότητα της επιστήμης, αλλά αντιθέτως την ισχυροποιεί, αφού προϋποθέτει αντιπροσωπευτικές, διαφοροποιημένες και δημοκρατικές κοινότητες, οι οποίες μπορούν να φωτίσουν αθέατες μέχρι τώρα πλευρές της πραγματικότητας.
[1] Sergio Sismondo, Εισαγωγή στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας, μτφ. Β. Σπυροπούλου, επ. Μ. Πατηνιώτη ( Αθήνα: Eκδόσεις Liberal Books, 2016)72.5McAfee, Noëlle, "Feminist Philosophy", The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Fall 2018 Edition), Edward N. Zalta (ed.), στον διαδικτυακό τόπο: https://plato.stanford.edu/entries/feminist-philosophy/
[2]Sharon Crasnow, "Feminist Perspectives on Science", στον διαδικτυακό τόπο: https://plato.stanford.edu/entries/feminist-science/
[3] Οπ.
[4]Elizabeth Borland, “Standpoint theory”, στον διαδικτυακό τόπο : https://www.britannica.com/topic/standpoint-theory
[5] Sandra Harding,The Feminist Standpoint Theory Reader, Intellectual and Political Controversies (Routledge New York and London,2οο4) 1.
[6] T. Bowell, Feminist Standpoint theory.
[7] S. Sismondo, Εισαγωγή στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας,127.
[8] Nelly Oudshoorn, (2004). “Astronauts in the Sperm World”: The Renegotiation of Masculine Identities in Discourses on Male Contraceptives. Men and Masculinities, 6(4),350.
[9] Sharon Crasnow, "Feminist Perspectives on Science".
[10] Οπ.
[11] Sandra Harding, ed., The Feminist Standpoint Theory,21.
[12] Οπ.,4.
[13] Οπ.,1.
[14] S. Harding, Rethinking Standpoint Epistemology: What Is ‘Strong Objectivity?’ The Centennial Review, 36(3)(1992), 438.
[15] Όπ., 438.
[16] Όπ., 440.
[17] S. Sismondo, Εισαγωγή στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας, 131.
[18] S. Harding, Rethinking Standpoint Epistemology, 445- 448.
[19] Οπ., 455.
[20] Οπ., 448,449.
[21] S. Harding, Rethinking Standpoint Epistemology,443.
[22] Maria do Mar Pereira, Boundary-work that Does Not Work: Social Inequalities and the Non-performativity of Scientific Boundary-work. Science, Technology, & Human Values, (2019), 44(2), 2.
[23] S. Harding, Rethinking Standpoint Epistemology, 442.
[24] Sharon Crasnow, "Feminist Perspectives on Science".
[25] Οπ.
[26] Οπ.
[27] Heidi Grasswick, "Feminist Social Epistemology", The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Fall 2018 Edition), Edward N. Zalta (ed.)στον διαδικτυακό τόπο: https://plato.stanford.edu/entries/feminist-social-epistemology/
[28] T. Bowell, Feminist Standpoint theory.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Borland Elizabeth, “Standpoint theory”, στον διαδικτυακό τόπο: https://www.britannica.com/topic/standpoint-theory (ημ. ανάκτησης: 22/12/2022).
Bowell T., Feminist Standpoint Theory https://iep.utm.edu/fem-stan/#SH7a (ημ/νια ανάκτησης: 18/12/2022)
Crasnow Sharon, "Feminist Perspectives on Science", στον διαδικτυακό τόπο: https://plato.stanford.edu/entries/feminist-science/ (ημ. ανάκτησης: 20/12/2022).
Grasswick Heidi, "Feminist Social Epistemology", The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Fall 2018 Edition), Edward N. Zalta (ed.)στον διαδικτυακό τόπο: https://plato.stanford.edu/entries/feminist-social-epistemology/ (ημ.ανάκτησης 28/12/2022)
Harding S., Rethinking Standpoint Epistemology: What Is ‘Strong Objectivity?’ The Centennial Review, 36(3)(1992), 437–470.
- The Feminist Standpoint Theory Reader, Intellectual and Political Controversies (Routledge New York and London,2οο4) (ημ.ανάκτησης 28/12/2022)
McAfee Noëlle, "Feminist Philosophy", The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Fall 2018 Edition), Edward N. Zalta (ed.), στον διαδικτυακό τόπο: https://plato.stanford.edu/entries/feminist-philosophy/,(ημ. ανάκτησης: 20/12/2022).
Oudshoorn Nelly (2004). “Astronauts in the Sperm World”: The Renegotiation of Masculine Identities in Discourses on Male Contraceptives. Men and Masculinities, 6(4), 349–367.
Pereira Maria do Mar, Boundary-work that Does Not Work: Social Inequalities and the Non-performativity of Scientific Boundary-work. Science, Technology, & Human Values, (2019), 44(2), 338–365.
Sismondo Sergio, Εισαγωγή στις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας, μτφ. Β. Σπυροπούλου, επ. Μ. Πατηνιώτη (Αθήνα: Eκδόσεις Liberal Books, 2016).