Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ....................................................................................................................3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΣΙΚΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ..........................................................5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΣΤΗΝ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ...............................................................................................................8
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.....................................................................................................13
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..........................................................................................................14
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κάθε πολιτιστικό ή θρησκευτικό φαινόμενο, καθορίζεται από συγκεκριμένες παραμέτρους. Ο τόπος και ο χρόνος, αποτελούν κάποιες από τις σημαντικότερες, γιατί προσδιορίζουν και επεξηγούν τα αίτια και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εμφανίστηκαν, διαμορφώθηκαν και επικράτησαν τα φαινόμενα αυτά.
Ο Χριστιανισμός, γεννήθηκε στην περιοχή της Ιουδαίας, επαρχίας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στα χρόνια του Οκταβιανού Αύγουστου σε μία εποχή όπου κυριαρχούσε ο ελληνιστικός πολιτισμός. Αν και η γνωριμία των Ελλήνων με τον κόσμο της Ανατολής μαρτυρείται αρκετούς αιώνες πριν τον Μ. Αλέξανδρο,[1] με τις εκστρατείες του ο ελληνικός πολιτισμός κυριάρχησε στην περιοχή, τόσο σε επίπεδο τρόπου ζωής, όσο και στην διανόηση. Η «κοινή» ελληνιστική έγινε η πιο διαδεδομένη γλώσσα της εποχής και η μετάφραση του σημαντικότερου ιουδαϊκού θρησκευτικού κειμένου στην γλώσσα αυτή, γνωστή ως η μετάφραση των Ο΄, επιβεβαιώνει την ισχυρή παρουσία του ελληνικού πνεύματος.[2]
Οι ιδιαίτερες συνθήκες όμως που επικρατούν την εποχή εκείνη, δεν περιορίζονται μόνο στο ελληνιστικό πνεύμα που την χαρακτηρίζει. Η μετάβαση από τις πόλεις-κράτη στον οικουμενισμό των απόλυτων μοναρχιών, δημιουργεί τις συνθήκες εμφάνισης του ατομικισμού[3], μίας κοσμοθεωρίας όπου η αξία και η προτεραιότητα δίδεται στο άτομο και όχι στην κοινότητα. Τα όρια της οικουμένης είναι τόσο μεγάλα,[4] ώστε καθίστανται μη ανιχνεύσιμα. Η παγκόσμια κοινότητα, παύει να βιώνεται ως κοινότητα. Στα πλαίσια μιας αχανούς αυτοκρατορίας, η κοινωνική συνοχή και η συμμετοχή στα «κοινά», που νοηματοδοτούσε την ύπαρξη του πολίτη, έχουν πια οριστικά χαθεί. Η ανασφάλεια, η σύγχυση, η απογοήτευση, η έλλειψη ενός στέρεου πλαισίου υπαρξιακής αναφοράς, οδηγούν στην εμφάνιση νέων φιλοσοφικών ρευμάτων με κυριότερα τον σκεπτικισμό, τον στωικισμό, τον κυνισμό, τους επικούρειους και τον νεοπλατωνισμό, ενώ η Ειμαρμένη, η σχετικοποίηση των αξιών, η «αταραξία»,η «απάθεια», η «αυτάρκεια» είναι οι όροι με τους οποίους ο άνθρωπος διαπραγματεύεται την νέα πραγματικότητα.[5] Από θρησκευτικής απόψεως έχουμε το φαινόμενο του συγκρητισμού, της συγχώνευσης δηλαδή στοιχείων από διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις,[6] που με την σειρά του οδηγεί σε εμφάνιση νέων θρησκειών, με έντονο μυστηριακό χαρακτήρα.
Σε αυτά τα πλαίσια εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός, μια νέα θρησκεία, όχι μόνο από χρονική, αλλά και από ουσιαστική άποψη. Έχει αποκαλυπτικό χαρακτήρα, εσχατολογικές προοπτικές, εξωκοσμικότητα, ιδιαίτερη κοσμολογία, έναν υπερβατικό Θεό και μία ανατρεπτική ηθική.[7] Η μετατόπιση και η εδραίωση του Χριστιανισμού, από το Ιουδαϊκό έδαφος στο οποίο εμφανίστηκε, στον χώρο των εθνικών της οικουμένης, κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να χαρακτηριστεί. Ως επακόλουθο αυτής της μετακίνησης, υπήρξε η συνάντηση του με τον ελληνισμό, μια συνάντηση που αποτέλεσε το αντικείμενο παγκόσμιων ερευνών και την αιτία διαφωνιών ως προς τον τρόπο, τον βαθμό και τις συνέπειες της αλληλεπίδρασης των δύο αυτών πνευματικών μεγεθών.
Στην παρούσα εργασία, λόγω της περιορισμένης της έκτασής και σε συνδυασμό με το μεγάλο εύρος του θέματος, θα ασχοληθούμε με ορισμένες μόνο πτυχές του. Στο Α΄ κεφάλαιο θα δούμε εν συντομία το ζήτημα των επιδράσεων της ελληνιστικής σκέψης, στην διδασκαλία του Παύλου για την έμμεση φυσική αποκάλυψη, ενώ στο Β΄ κεφάλαιο, θα μας απασχολήσουν οι επιδράσεις αυτές στην Εσχατολογία του Ευαγγελίου του Ιωάννη .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΣΙΚΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Η επίδραση του Ελληνισμού στον Παύλο, θεωρείται αναμφισβήτητη,[8] αν λάβουμε υπόψη μάλιστα και την καταγωγή του από την Ταρσό της Κιλικίας, ένα κέντρο με μεγάλο ελληνιστικό ενδιαφέρον. Η απόφαση του, να ανοίξει διάπλατα τις πόρτες του Χριστιανισμού σε όλα τα έθνη, θα πρέπει να θεωρείται ένα από τα αποτελέσματα αυτής της επίδρασης. Όπως και ο ίδιος ομολογεί, υπήρξε ένθερμος και παραδοσιακός Ιουδαίος.[9] Ύστερα από την μεταστροφή του στον Χριστιανισμό, θα περίμενε κανείς να ανήκει στην ομάδα των συντηρητικών Ιουδαιοχριστιανών, οι οποίοι θεώρησαν την νέα πίστη ως μία υπόθεση αποκλειστικά Ιουδαϊκή. Η συμβολή του Παύλου στην διαμόρφωση της οικουμενικότητάς της, αποδεικνύει ότι ο ελληνικός τρόπος σκέψης τον είχε ήδη βοηθήσει να αποδεσμευτεί από αυτού του τύπου τις ιουδαϊκές αγκυλώσεις.
Είναι γεγονός, ότι η απόφαση του αυτή, τον υποχρέωνε να χρησιμοποιήσει μορφές και σχήματα του ελληνισμού, εφόσον ήθελε να προσεγγίσει τους εθνικούς. Πολύ χαρακτηριστική για το συγκεκριμένο θέμα είναι η διδασκαλία του για την φυσική αποκάλυψη. Με τον όρο αυτό, εννοούμε την έμμεση γνώση των θείων Ενεργειών, μέσα από την εμπειρική παρατήρηση της φυσικής δημιουργίας.[10] Είναι γνωστό ότι η φύση κατείχε κεντρική θέση στην ελληνική σκέψη. Τόσο η ύπαρξη των θεών, όσο και η λειτουργία του κόσμου, γίνονταν κατανοητή μέσα στα πλαίσια της αρχής της φυσικότητας.[11]Για τους Έλληνες, ένας Θεός υπερβατικός, αποξενωμένος από τον κόσμο, στερείται νοήματος.[12] Το ερώτημα του τρόπου ανεύρεσης σημείων επαφής με τις ελληνικές υπαρξιακές ευαισθησίες, θα πρέπει να απασχολούσε τον Παύλο ιδιαίτερα.
Στις Πράξεις των Αποστόλων με σαφήνεια διατυπώνει την άποψη ότι ο Θεός μαρτυρείται ήδη κατά την αρχαιότητα, μέσα από την ύπαρξη των φυσικών φαινομένων.[13] Στα πλαίσια της ίδιας στρατηγικής, χρησιμοποιεί αποσπάσματα από Έλληνες ποιητές, όπως η γνωστή αναφορά του στον Άρατο κατά την διάρκεια της ομιλίας του στους Αθηναίους, όπου ομολογεί ότι ο Θεός δεν βρίσκεται μακριά μας, αλλά μέσα σε αυτόν κινούμαστε και υπάρχουμε.[14] Στην προς Ρωμαίους επιστολή, αναγνωρίζει την δυνατότητα, μερικής έστω, γνώσης του Θεού μέσα από την φύση,[15] ενώ είναι πολύ χαρακτηριστική και η διδασκαλία του για τον φυσικό νόμο που είχαν οι εθνικοί χαραγμένο στις καρδιές τους, σε αντιδιαστολή με τον νόμο των Ιουδαίων.[16] το ερώτημα που τίθεται είναι σε ποιό βαθμό το άνοιγμα του Παύλου στα έθνη, επηρέασε την ουσία της θεολογικής του διδασκαλίας. Κατά τον Ι. Ζηζιούλα, ο Παύλος χρησιμοποιεί τα εκφραστικά μέσα της εποχής, χωρίς να τους επιτρέψει να αλλοιώσουν την, εβραϊκής προέλευσης, θρησκευτικότητα του. Σε ότι δανείζεται από τον ελληνικό χώρο, προσδίδει μία νέα θεολογική σημασία, το οποίο λειτουργεί ως όχημα μεταφοράς του χριστιανικού μηνύματος.[17]
Ο Σ. Αγουρίδης θεωρεί ότι, παρά την ικανότητα του Παύλου να προσαρμόζει το κήρυγμα του στην αντιληπτική δεκτικότητα του ακροατηρίου του, μένει απόλυτα πιστός στην βιβλική παράδοση.[18]Όσον αφορά στο ζήτημα της ομιλίας του στον Άρειο πάγο, ο ίδιος ερευνητής σημειώνει ότι η προσφώνηση, «ἄνδρες ᾿Αθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ», αποτελεί ήδη μία πρώτη προσπάθεια προσέγγισης των εθνικών,[19] ενώ με τον επόμενο στίχο, «ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν», επισημαίνει την αντίφαση που υπάρχει στην σχέση τους με τον Θεό.[20] Τους στίχους που ακολουθούν, ορθά ο Σ.Αγουρίδης θεωρεί ως σύνοψη της διήγησης της Γενέσεως, στην οποία όμως ο Παύλος παρεμβάλλει τον όρο «κόσμος» προκειμένου να της προσδώσει ελληνικό χρώμα.[21] Το αποκορύφωμα βρίσκεται στους στίχους 27-28, όπου αναγνωρίζει την δυνατότητα τους «ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν.»[22] Σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις ο Σ.Αγουρίδης διακρίνει ξεκάθαρα το βιβλικό θεολογικό υπόβαθρο του συγκεκριμένου λόγου.[23]Κατά την άποψή μας, η απόφαση του Παύλου να χρησιμοποιήσει έναν τρόπο έκφρασης συμβατό με τις ιδιαιτερότητες του ακροατηρίου του, δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε με την βιβλική του παράδοση, αλλά πολύ περισσότερο με την θεολογία που θέλει να υποστηρίξει. Πρόκειται για μία συνειδητή επιλογή, η οποία επειδή ακριβώς είναι συνειδητή, δεν ξεφεύγει ποτέ από τα θεολογικά όρια που ο ίδιος έχει θέσει. Αυτό διαπιστώνεται εύκολα, εάν προσέξουμε ότι κάθε φορά που η σκέψη του προσεγγίζει την εθνική σκέψη, σχεδόν αυτόματα θέτει τις προϋποθέσεις του. Στον περίφημο λόγο του στον Άρειο πάγο, επισημαίνει ότι οι Αθηναίοι λατρεύουν έναν Θεό που όμως αγνοούν.[24] Και ενώ στην συνέχεια παραδέχεται ότι τον Θεό αυτόν μπορούν να τον ψηλαφίσουν[25], «τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν»[26]. Και παρότι «οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα»,[27] «τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον»,[28] διευκρινίζοντας με τον τρόπο αυτό την οντολογική διαφορά μεταξύ Θεού και ανθρώπου.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Παύλος δεν νοθεύει την θεολογία του στην προσπάθεια του να συγκινήσει το ιδιαίτερο αυτό ακροατήριο, ενώ παράλληλα μένει πιστός και στις Ιουδαϊκές καταβολές του. Χρησιμοποιεί και σε αυτό το σημείο την ίδια τακτική. Κάθε φορά που ανοίγεται στα έθνη, στηριζόμενος στην διδασκαλία του για την φυσική αποκάλυψη- η οποία θεωρούμε ότι βρίσκεται στον πυρήνα αυτής του της επιλογής-φροντίζει να την θεμελιώνει, στην Παλαιά Διαθήκη. Στην Προς Ρωμαίους επιστολή του, απευθυνόμενος στους Ιουδαίους, παραθέτει τα λόγια του ίδιου του Μωυσή· «ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ᾿ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς».[29] Στην συνέχεια επικαλείται τον Ησαΐα, ο οποίος τολμά να δηλώσει ότι «εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι»,[30] ενώ στην ίδια επιστολή, στο κεφάλαιο ιε΄, επικαλείται χωρία από το βιβλίο των Ψαλμών και του Ησαΐα, στα οποία προφητεύεται η εξάπλωση του Χριστιανισμού σε όλα τα έθνη.[31] Αυτή η βιβλική θεμελίωση του Παύλου, αποδεικνύει κατά την άποψή μας, την προσήλωσή του στον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία δεν οφείλεται σε ψυχολογικούς λόγους, αλλά στην πεποίθησή του ότι με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται η αυθεντικότητα του Χριστιανισμού, γιατί αποτελεί την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΣΤΗΝ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Το ζήτημα της ιδιαιτερότητας του τέταρτου Ευαγγελίου, τόσο στο ύφος και στην διατύπωση, όσο και στην θεολογική του διδασκαλία, εδώ και πολλά χρόνια, έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την επιστημονική έρευνα. Η οικουμενικότητα, ο συμβολικός και αλληγορικός τρόπος θεώρησης των γεγονότων, η χρήση συγκεκριμένων όρων και λέξεων, η Χριστολογία του, η εσχατολογική του διδασκαλία κ.α., ερευνήθηκαν και ερευνώνται από πολλούς επιστήμονες.
Κατά γενική ομολογία, το έργο της παγκοσμιοποίησης της Εκκλησίας ξεκίνησε ο Παύλος και συμπλήρωσε ο Ιωάννης.[32]Το περιβάλλον, στο οποίο γράφτηκε το Ευαγγέλιο ήταν η Έφεσος, γνωστό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού, σε μία εποχή που χαρακτηρίζονταν από συγκρητισμό και έντονη υπαρξιακή ανασφάλεια. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο Ιωάννης απευθύνει το Ευαγγέλιό του σε όλη την οικουμένη. Ο διάλογος του Χριστού με την Σαμαρείτισσα,[33] οι εξαγγελίες Του ότι έχει έρθει για όλους τους ανθρώπους,[34] αλλά και η ιδιαίτερη αναφορά του Ευαγγελίου στους Έλληνες,[35]φανερώνουν ένα πρώτο επίπεδο προσέγγισης του Ιωάννη προς τα έθνη.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, η εσχατολογική του διδασκαλία. Με τον όρο αυτό η Εκκλησία εννοεί την διδασκαλία εκείνη που αναφέρεται στα έσχατα, το τελευταίο δηλαδή μέρος της ιστορίας, κατά το οποίο θα λάβει χώρα η δευτέρα Παρουσία και η γενική κρίση των ανθρώπων, καθώς και το κλείσιμο της ιστορικής αυτής περιόδου, με την έναρξη μιας νέας-χρονικά και ποιοτικά-αιώνιας κατάστασης.[36]Για το ζήτημα που εξετάζουμε, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι όροι, λύτρωση και σωτηρία. Ο όρος λύτρωση έχει απόλυτα αρνητική χροιά, εφόσον συνδέεται με το λύτρο[37], την εξαγορά δηλαδή της δουλείας, ενώ ο όρος σωτηρία έχει και μία θετική διάσταση, εφόσον συνδέεται με το σώος-ακέραιος,[38] υποδηλώνοντας το θετικό μέρος μιας κατάστασης που πρέπει να διασωθεί.
Στον αρχικό Χριστιανισμό, η Εσχατολογία συνδέονταν με το αίτημα της λύτρωσης.[39]Με δεδομένες τις ιουδαϊκές καταβολές του Χριστιανισμού αφενός και τις τραγικές ιστορικές εμπειρίες του έθνους των Ιουδαίων αφετέρου, το αίτημα της λύτρωσης στην αρχική αυτή φάση του Χριστιανισμού, δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάζει. Το αρχικό αυτό ζήτημα μεταμορφώθηκε σταδιακά σε αναζήτηση της σωτηρίας σε αυτήν την ζωή. Η αλλαγή αυτή είναι ιδιαίτερα εμφανής στο τέταρτο Ευαγγέλιο, μέσα από την συχνή χρήση του «νυν». «νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω·»,[40] αλλά και οι εκφράσεις που δηλώνουν ότι ο Χριστός, που έχει ήδη έρθει, είναι «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς·»[41]και «ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.»[42] Η μετακίνηση αυτή από την λύτρωση προς την σωτηρία, είναι γενικά αποδεκτό από τους ερευνητές, ότι οφείλεται στις επιρροές που δέχθηκε ο Χριστιανισμός στην ιστορική συνάντησή του με τον ελληνισμό.[43] Με βάση αυτήν την προβληματική, θα εξετάσουμε, αν και σε ποιό βαθμό οι επιδράσεις αυτές ήταν τόσο ισχυρές, ώστε να αλλοιώσουν την ουσία της διδασκαλίας του.
Ο Δ. Αρκάδας, προβαίνει σε μία διάκριση της ιωάννειας Εσχατολογίας σε ιστορική και μεταϊστορική.[44] Η ιστορική διάσταση πραγματοποιείται στην ενσάρκωση του Χριστού και στην εξαγγελία της εμφάνισης του Παρακλήτου. Η μεταϊστορική διάσταση, όπως προτιμά να ονομάζει ο συγκεκριμένος ερευνητής τις εσχατολογικές εκείνες αναφορές που ακόμα δεν έχουν πραγματοποιηθεί, συνδέεται με τις εκφράσεις Υιός Ανθρώπου, έσχατη μέρα, Ανάσταση. Με αυτόν τον τρόπο, η εσχατολογική διδασκαλία του Ιωάννη, αποφεύγει τον κίνδυνο του εναγκαλισμού της με τον Γνωστικισμό, αφού τα έσχατα δεν έχουν ιστορικά ολοκληρωθεί, αλλά η τελική πραγματοποίησή τους αναμένεται στο μέλλον.[45]
Κατά την άποψή μας, αν δεχθούμε την θέση των περισσότερων ερευνητών ότι η ιστορικότητα της ιωάννειας Εσχατολογίας είναι αποτέλεσμα των ελληνιστικών επιδράσεων, θα πρέπει επίσης να παραδεχθούμε ότι το μεταϊστορικό μέρος της, αποδεικνύει την εμμονή του Ιωάννη στις βιβλικές ρίζες του. Η προαναγγελία της έσχατης κρίσεως σε συνδυασμό με την χρήση του μεσσιανικού όρου «Υιός Ανθρώπου»[46] καθώς και οι αναφορές στην ανάσταση των νεκρών, αφού «ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ»,[47] μαρτυρούν πως ο Ιωάννης δεν σκοπεύει να απομακρυνθεί από τον παραδοσιακό του χώρο. Το γεγονός αυτό, ενισχύεται και από τις αναφορές του στις ιερές Γραφές, εφόσον «ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ·»[48] και «εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν»,[49] ενώ στο ιβ΄ κεφάλαιο αναφέρει χαρακτηριστικά· «ἵνα ὁ λόγος ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου πληρωθῇ»,[50] με αποκορύφωμα την βιβλική θεμελίωση των γεγονότων της σταύρωσης από το βιβλίο των Ψαλμών, «ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ ἡ λέγουσα· διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον».[51]Βλέπουμε λοιπόν, πως ο Ιωάννης στην εσχατολογία του παραμένει πιστός στην βιβλική παράδοση.
Κατά τον Ι. Ζηζιούλα, παρά την άμεση εξάρτηση του Ιωάννη από τον Ιουδαϊσμό, θεωρείται πολύ πιθανή η προσπάθεια του να προσεγγίσει τους Έλληνες.[52] Το νέο όμως στοιχείο, τόσο για τον χώρο του Ιουδαϊσμού, όσο και για τον χώρο του ελληνισμού, είναι η διδασκαλία του για τον Λόγο που ενσαρκώθηκε.[53] Πράγματι η διδασκαλία αυτή, αποτελεί την προσωπική συνεισφορά του Ευαγγελιστή στην Χριστολογία, αν λάβουμε όμως υπόψη μας ότι, η Ενσάρκωση για τον Ιωάννη αποτελεί την ιστορική διάσταση της εσχατολογίας για την οποία μιλήσαμε παραπάνω και η οποία προσεγγίζει την ελληνική σκέψη, σε συνδυασμό με την χρήση του όρου «Λόγος», ο οποίος, ανεξάρτητα από το εάν Ιωάννης τον έχει δανεισθεί από τον ελληνικό ή τον Ιουδαϊκό χώρο, ήταν αδιαμφισβήτητα εξαιρετικά οικείος στον ελληνισμό, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο συνδυασμός των όρων «Σάρξ» και «Λόγος», έγινε προς χάριν των Ελλήνων και παρά το γεγονός ότι η διδασκαλία αυτή είναι πρωτάκουστη για τα ελληνικά δεδομένα.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο Ιωάννης, γράφει το Ευαγγέλιο του στο τέλος του 1ου αι. σε μία εποχή που όχι μόνο η συντριπτική πλειοψηφία των πιστών είναι ελληνιστές Χριστιανοί, αλλά και η ηγεσία της Εκκλησίας ασκείται από αυτούς.[54] Είναι βέβαιο ότι αντιλαμβάνεται τον καίριο ρόλο που θα διαδραματίσει ο ελληνισμός για την παγκοσμιοποίηση της Εκκλησίας. Έχοντας γνώση τόσο του κόσμου της Παλαιάς Διαθήκης, όσο και της θύραθεν παιδείας, αποφασίζει, να χρησιμοποιήσει τα μέσα εκείνα έκφρασης της ελληνικής σκέψης που ανταποκρίνονταν με τον καλύτερο τρόπο στον σκοπό αυτό, θεμελιώνοντας τα παράλληλα στην βιβλική παράδοση, από την οποία δεν θέλει να ξεφύγει, αλλά να δείξει ότι ο Χριστός αποτελεί την συνέχεια και την ολοκλήρωση της.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μέσα από την σύντομη αυτή διερεύνηση της επίδρασης του ελληνισμού στον Απόστολο Παύλο και στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, παρακολουθήσαμε την σχέση που διαμορφώθηκε ανάμεσα στον Χριστιανισμό της εποχής της Καινής Διαθήκης και στην ελληνιστική σκέψη. Η επίδραση αυτή, ανιχνεύεται σε δύο κυρίως επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο, αφορά στην γενικότερη διαμόρφωση ενός τρόπου σκέψης και έκφρασης που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που ζει σε μία συγκεκριμένη εποχή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Από τον παράγοντα αυτόν δεν θα μπορούσαν να εξαιρεθούν ο Παύλος και ο Ιωάννης. Για τον λόγο αυτόν οι δύο θεολόγοι, απαγκιστρώθηκαν από τις Ιουδαϊκές ελιτίστικες προκαταλήψεις και άνοιξαν την πόρτα του Χριστιανισμού σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αξιοποίησαν συνειδητά, τον σύγχρονο τρόπο έκφρασης της εποχής τους, ο οποίος ήταν ο ελληνιστικός, ώστε να γίνουν κατανοητοί αφενός και, αφετέρου, να συγκινήσουν τους συγχρόνους τους, χωρίς να αλλοιώσουν στο ελάχιστο την δογματική διδασκαλία που είχε αναπτυχθεί μέχρι την εποχή εκείνη. Παράλληλα, άνοιξαν τον δρόμο στους μεγάλους θεολόγους του 4ου αι. ώστε να αναπτύξουν τα μεγάλα δόγματα του Χριστιανισμού. Η Χριστολογία, η Τριαδολογία, η Εσχατολογία, η Κοσμολογία αναπτύχθηκαν πάνω στα θεμέλια που τέθηκαν και προς την κατεύθυνση που έδειξαν, οι μεγάλοι θεολόγοι της πρώιμης εκείνης περιόδου. Μία κατεύθυνση που διαμορφώθηκε μέσα από την ταραγμένη σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού είτε με την θετική, είτε με την αρνητική έννοια.
Η ιστορία απέδειξε ότι είχαν δίκιο. Η νέα θρησκεία, παρά τις αντιξοότητες και τις μαρτυρικές συγκρούσεις της με το παλιό κατεστημένο-θρησκευτικό και κοινωνικοπολιτικό-όχι μόνο κατάφερε να επιβιώσει, αλλά και να αναπτυχθεί, να εξαπλωθεί και τελικά να εδραιωθεί. Η επιτυχία αυτή, τελεί σε άμεση σχέση με το πνευματικό μέγεθος του Ελληνισμού. Θετικά, αξιοποιώντας κάθε στοιχείο του που θα μπορούσε να αναδείξει το χριστιανικό μήνυμα. Αρνητικά, με την ανάπτυξη της δογματικής εκείνης διδασκαλίας που προέκυψε μέσα από την σύγκρουση, με τα αντιθετικά προς τον Χριστιανισμό, στοιχεία του ελληνισμού. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι η συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού, άλλαξε την ιστορία της ανθρωπότητας.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
[1]Σ.Αγουρίδου, Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης(Θεσσαλονίκη:Εκδόσεις Π.Πουρνάρα,1985)19.
[2]Ι. Ζηζιούλα, Ἑλληνισμός και Χριστιανισμός (Ἀθήνα:Ἐκδόσεις Ἀποστολικής Διακονίας, 2008)25.
[3]Σ.Αγουρίδου, Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης(Θεσσαλονίκη:Εκδόσεις Π.Πουρνάρα,1985),22.
[4]Οπ.,34.
[5]Σ.Αγουρίδου, Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης(Θεσσαλονίκη:Εκδόσεις Π.Πουρνάρα,1985) 33-43.
[6]Οπ.,22.
[7]Σπ.Ράγκου, « Η συνάντηση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό από τον πρώτο έως τον τέταρτο αιώνα», στο Δ.Μόσχος, Σ.Ράγκος, Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά. Τόμος Α΄ Οι Πρώτες Ιστορικές Καταβολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Πάτρα: Ἔκδοση Ἑλληνικοῦ Άνοικτοῦ Πανεπιστημίου 2002)38-40.
[8]Ι. Ζηζιούλα, Ἑλληνισμός και Χριστιανισμός (Ἀθήνα:Ἐκδόσεις Ἀποστολικής Διακονίας, 2008),74.
[9] Γαλ.α΄14.
[10]Ν.Μητσόπουλου, Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας( Αθήνα: Οργανισμός εκδόσεων διδακτικών βιβλίων 1988)20.
[11]Σπ.Ράγκου, « Η συνάντηση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό από τον πρώτο έως τον τέταρτο αιώνα», στο Δ.Μόσχος, Σ.Ράγκος, Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά. Τόμος Α΄ Οι Πρώτες Ιστορικές Καταβολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Πάτρα: Ἔκδοση Ἑλληνικοῦ Άνοικτοῦ Πανεπιστημίου 2002)36,37.
[12]Οπ.,37.
[13]Πραξ.ιδ΄17.
[14]Σπ.Ράγκου, « Η συνάντηση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό από τον πρώτο έως τον τέταρτο αιώνα», στο Δ.Μόσχος, Σ.Ράγκος, Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά. Τόμος Α΄ Οι Πρώτες Ιστορικές Καταβολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Πάτρα: Ἔκδοση Ἑλληνικοῦ Άνοικτοῦ Πανεπιστημίου 2002)83.
[15]Ρωμ.α΄20.
[16]Οπ.β΄14-15.
[17]Ι. Ζηζιούλα, Ἑλληνισμός και Χριστιανισμός (Ἀθήνα:Ἐκδόσεις Ἀποστολικής Διακονίας, 2008),90-91.
[18]Σ.Αγουρίδη, Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης(Θεσσαλονίκη:Εκδόσεις Π.Πουρνάρα,1985)149.
[19]Σ.Αγουρίδη,«Ο Παύλος στηνΑθήνα»,ΔελτίοΒιβλικῶνΜελετῶν,τόμος4,Νέασειρά,Ιούλιος–Δεκέμβριος 1985,έτος 14(Αθήνα: Εκδόσεις «Αρτος Ζωής»),31.
[20]Οπ.32.
[21]Οπ.32.
[22]Πραξ.ιζ΄27-28.
[23]Σ.Αγουρίδη,«Ο Παύλος στηνΑθήνα»,ΔελτίοΒιβλικῶνΜελετῶν,τόμος4,Νέασειρά,Ιούλιος–Δεκέμβριος 1985,έτος 14(Αθήνα: Εκδόσεις «Αρτος Ζωής»),34.
[24]Πραξ.ιζ΄23.
[25]Οπ.ιζ΄27.
[26]Οπ.ιζ΄30.
[27]Οπ.ιζ΄27.
[28]Οπ.ιζ΄29.
[29]Ρωμ.,ι΄19.
[30]Οπ.,ι΄20.
[31]Οπ., ιε΄9-12.
[32]Σπ.Ράγκου, « Η συνάντηση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό από τον πρώτο έως τον τέταρτο αιώνα», στο Δ.Μόσχος, Σ.Ράγκος, Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά. Τόμος Α΄ Οι Πρώτες Ιστορικές Καταβολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Πάτρα: Ἔκδοση Ἑλληνικοῦ Άνοικτοῦ Πανεπιστημίου 2000),86.
[33]Ιω.,δ΄5-42.
[34]Οπ.,α΄9,ιβ΄32, ιβ΄46.
[35]Ιω.,ιβ΄23.
[36]Ν.Μητσόπουλου, Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας( Αθήνα: Οργανισμός εκδόσεων διδακτικών βιβλίων 1988)94.
[37]Γ.Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας (Αθήνα: Κέντρο λεξικολογίας ΕΠΕ 1998)1033.
[38]Οπ.,1749.
[39]Σπ.Ράγκου, « Η συνάντηση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό από τον πρώτο έως τον τέταρτο αιώνα», στο Δ.Μόσχος, Σ.Ράγκος, Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά. Τόμος Α΄ Οι Πρώτες Ιστορικές Καταβολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Πάτρα: Ἔκδοση Ἑλληνικοῦ Άνοικτοῦ Πανεπιστημίου 2002)51.
[40]Ιω.,ιβ΄31.
[41]Οπ, ς΄35.
[42]Οπ.,ς΄51.
[43]Σπ.Ράγκου, « Η συνάντηση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό από τον πρώτο έως τον τέταρτο αιώνα», στο Δ.Μόσχος, Σ.Ράγκος, Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά. Τόμος Α΄ Οι Πρώτες Ιστορικές Καταβολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Πάτρα: Ἔκδοση Ἑλληνικοῦ Άνοικτοῦ Πανεπιστημίου 2002)51.
[44]Δ.Αρκάδα,«Ο λειτουργικός χαρακτήρας της εσχατολογίας στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο» ΔελτίοΒιβλικῶνΜελετῶν,τόμος17, Ιανουάριος-Ιούνιος 1998,έτος 27(Αθήνα: Εκδόσεις «Αρτος Ζωής»),64.
[45]Οπ.,65.
[46]Ιω.,ε΄27-28.
[47]Ιω.,ς΄39.
[48]Οπ,ε΄39
[49]Οπ.,ε΄46
[50]Οπ.,ιβ΄38.
[51]Οπ.,ιθ΄24,28.
[52]Ι. Ζηζιούλα, Ἑλληνισμός και Χριστιανισμός (Ἀθήνα:Ἐκδόσεις Ἀποστολικής Διακονίας, 2008)102-103.
[53]Οπ.,103.
[54]Ι. Ζηζιούλα, Ἑλληνισμός και Χριστιανισμός (Ἀθήνα:Ἐκδόσεις Ἀποστολικής Διακονίας, 2008)79.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πρωτεύουσα:
Καινή Διαθήκη: Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, Πράξεις των Αποστόλων, Επιστολές του Παύλου
Δευτερεύουσα:
Αγουρίδη Σ. «Ο Παύλος στηνΑθήνα», Δελτίο Βιβλικῶν Μελετῶν, τόμος 4, Νέα σειρά, Ιούλιος – Δεκέμβριος 1985,έτος 14(Αθήνα: Εκδόσεις «Αρτος Ζωής»)
Αγουρίδη Σ. Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης(Θεσσαλονίκη:Εκδόσεις Π.Πουρνάρα,1985)
Αρκάδα Δ. «Ο λειτουργικός χαρακτήρας της εσχατολογίας στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο» Δελτίο Βιβλικῶν Μελετῶν,τόμος17, Ιανουάριος-Ιούνιος 1998,έτος 27(Αθήνα: Εκδόσεις «Αρτος Ζωής»)
Ζηζιούλα Ι. Ἑλληνισμός και Χριστιανισμός (Ἀθήνα:Ἐκδόσεις Ἀποστολικής Διακονίας, 2008)
Μητσόπουλου Ν. Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας( Αθήνα: Οργανισμός εκδόσεων διδακτικών βιβλίων 1988)
Μπαμπινιώτη Γ. Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Αθήνα: κέντρο λεξικολογίας ΕΠΕ 1998)
Ράγκου Σπ. « Η συνάντηση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό από τον πρώτο έως τον τέταρτο αιώνα», στο Δ.Μόσχος, Σ.Ράγκος, Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά. Τόμος Α΄ Οι Πρώτες Ιστορικές Καταβολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Πάτρα: Ἔκδοση Ἑλληνικοῦ Άνοικτοῦ Πανεπιστημίου 2002)