Ο ρόλος της συλλογής και της υλικότητας στα ελληνικά μουσεία

Α. Συνοπτική περιγραφή του άρθρου της E. Mahoney Phillips: Collecting twenty-first century science: an analysis of public and professional perceptions[1]. Στο συγκεκριμένο άρθρο, περιγράφονται τα αποτελέσματα μιας ποσοτικής και ποιοτικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε το 2019,σχετικά με την αξία της συλλογής σύγχρονων τεκμηρίων στα μουσεία Τεχνοεπιστημών. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι τόσο το κοινό, όσο και οι επαγγελματίες των μουσείων σε γενικές γραμμές και παρά κάποιους προβληματισμούς, είχαν θετική στάση απέναντι στην αξιοποίηση των σύγχρονων συλλογών. Η συγκεκριμένη  συλλεκτική πολιτική έδειξε να συμβάλλει στην αύξηση του ενδιαφέροντος του κοινού για τις νέες εξελίξεις στην επιστήμη, στον επιστημονικό εγγραμματισμό τους, στη μείωση της δυσπιστίας και της ανησυχίας απέναντι σε ζητήματα όπως η Τεχνητή νοημοσύνη και ο εμβολιασμός,  αυξάνοντας παράλληλα τόσο την επισκεψιμότητα όσο και την εγκυρότητα  του μουσείου. Ωστόσο επισημάνθηκε ότι δεν αρκεί μόνο η συλλογή σύγχρονων αντικειμένων και των σχετικών συμφραζομένων τους, αλλά θα πρέπει η επικοινωνία μεταξύ κοινού και μουσείου να είναι αμφίδρομη, διευκολύνοντας τον επισκέπτη να έχει ενεργητική συμμετοχή στη μουσειακή συλλογή, αφού  με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνονται τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.

Β. Ο ρόλος της  σύγχρονης συλλογής στα ελληνικά μουσεία. Μουσεία τεχνολογίας, επιστήμης και βιομηχανίας αρχίζουν να εμφανίζονται στην  Ελλάδα μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο[2]. Εφόσον ο στόχος των μουσείων Επιστημών και Τεχνολογίας, είναι η διατήρηση της τεχνοεπιστημονικής κληρονομιάς, η διάχυση της σχετικής γνώσης στα μέλη της κοινωνίας και η εξοικείωση του επισκέπτη με την επιστημονική γνώση και πρακτική, θα πρέπει να εξεταστεί αν και κατά πόσο η συλλογή σύγχρονων τεκμηρίων μπορεί να συνδράμει στους προαναφερθέντες στόχους.  Ειδικότερα όσον αφορά στα μουσεία Δ΄ γενιάς, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο ιδιαίτερος χαρακτήρας αυτών των μουσείων, ο οποίος θέλει να μετατρέψει τα μουσεία από ιδρύματα αποθετήρια, σε πολιτισμικά ιδρύματα με έντονα κοινωνικό χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει ότι ο επισκέπτης του μουσείου θα πρέπει να είναι ενημερωμένος, κοινωνικά ευαισθητοποιημένος, υπεύθυνος στις επιλογές του, να επεξεργάζεται κριτικά τις σύγχρονες προκλήσεις, με άλλα λόγια να έχει έναν ικανοποιητικό βαθμό επιστημονικού  εγγραμματισμού. Η απόκτηση σύγχρονων τεκμηρίων, μπορεί να βοηθήσει σε πολλά από αυτά τα ζητήματα. Με τη σύγχρονη συλλογή, το κοινό ενημερώνεται για τις νέες εξελίξεις στο χώρο της τεχνοεπιστήμης, ιδιαίτερα αν η συλλεκτική πολιτική συνδυαστεί με διαδραστικές και συμμετοχικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Ο επισκέπτης μπορεί να αντιληφθεί καλύτερα τη διαφορά ανάμεσα στο παρελθόν και στο σήμερα, να εξοικειωθεί με τις νέες τεχνολογίες, να λύσει απορίες και να μειώσει τυχόν ανησυχίες που οφείλονται σε έλλειψη ενημέρωσης ή  ψευδή πληροφόρηση, να προβληματιστεί και να ευαισθητοποιηθεί για ζητήματα που απασχολούν την ελληνική αλλά και παγκόσμια κοινωνία, όπως τα περιβαλλοντικά προβλήματα, θέματα υγείας, βιοηθικής κ.α. Η  συγκεκριμένη συλλεκτική πολιτική, μπορεί να μετατρέψει τα μουσεία σε δημιουργικά κύτταρα όχι μόνο ενός πολιτισμικού σώματος, αλλά κυρίως κοινωνικού, με προεκτάσεις σε όλους τους τομείς, από τον προσωπικό και ψυχολογικό μέχρι και τον οικονομικό τομέα. Ο επιστημονικά εγγράμματος πολίτης, μπορεί να διακρίνει μεταξύ επιστήμης και ψευδοεπιστήμης, να πάρει ώριμες και υπεύθυνες αποφάσεις ακόμα και σε ζητήματα υγείας – χαρακτηριστικό παράδειγμα το ζήτημα του εμβολιασμού την εποχή του κορονοϊού- να συμβάλλει θετικά στη λύση προβλημάτων παγκόσμιας εμβέλειας, όπως η κλιματική αλλαγή και η μόλυνση του πλανήτη, να συμπεριφερθεί ώριμα ως καταναλωτής, να λύσει ζητήματα βιοηθικής, ώστε να βελτιώσει και την προσωπική του ζωή αλλά και τη ζωή της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει και αναπτύσσεται. Επομένως, αν το ζητούμενο είναι η βελτίωση της ελληνικής κοινωνίας μέσα από τη δημιουργία μουσείων Δ΄ γενιάς, θα πρέπει αφενός να δοθεί  ιδιαίτερη βαρύτητα στην απόκτηση και αξιοποίηση σύγχρονων τεκμηρίων της τεχνοεπιστημονικής εξέλιξης και αφετέρου να συνδυαστεί η σύγχρονη συλλογή με διαδραστικές και συμμετοχικές εκπαιδευτικές διαδικασίες.

Γ. Ο ρόλος της υλικότητας στην επικοινωνία της Επιστήμης Τα υλικά τεκμήρια και η διάσωσή τους είναι ένας από τους  βασικούς άξονες για τα μουσεία Επιστημών[3]. Είναι η βάση πάνω στην οποία διαμορφώνεται η μουσειακή εκπαιδευτική πολιτική. Άλλωστε βασική αρχή της Μουσειολογίας είναι ότι για να δημιουργηθεί ένα μουσείο, απαιτείται η ύπαρξη οργανωμένης συλλογής και υλικών αντικειμένων[4]. Επομένως δεν μπορεί να νοηθεί μουσείο χωρίς υλικά τεκμήρια. Οι λόγοι αυτής της προϋπόθεσης είναι αρκετοί. Οι  υλικότητες παρέχουν στον επισκέπτη οπτικά και απτά τεκμήρια της ύπαρξης, αλλά πολλές φορές και της επιστημονικότητάς τους, αφού  συγκεκριμενοποιεί αισθητηριακά το νοητό και αφηρημένο. Το γεγονός αυτό βοηθά στην καλύτερη και βαθύτερη κατανόηση τόσο των εννοιών, όσο και των πρακτικών, μεθόδων και διαδικασιών της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης. Ωστόσο η συλλογή υλικοτήτων δεν κάνει μόνο αυτό. Βοηθά στην κατανόηση των πολλαπλών ερμηνειών που μπορεί να έχει μία συλλογή και  στη συνειδητοποίηση της πολυσημίας της,  τόσο όσον αφορά στην υποκειμενική προσεικοίωσή της από το κοινό, όσο και στη ιστορική της πορεία μέσα στον χρόνο. Παράλληλα, η επισήμανση και η κατανόηση της ιστορικότητας των αντικειμένων, οδηγεί και στην κατανόηση του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει το επιστημονικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο στην ιστορική του διαδρομή. Με όρους κοινωνικής ανθρωπολογίας, η πολιτισμική βιογραφία, αλλά και η κοινωνική ζωή ενός αντικειμένου, διαφωτίζουν τη σημασία όχι μόνο των πλαισίων, αλλά και τη σημασία της αλλαγής αυτών των πλαισίων, στη διαμόρφωση της τεχνοεπιστήμης. Ωστόσο η ύπαρξη υλικοτήτων στη μουσειακή συλλογή κρύβει κάποιους κινδύνους που η σύγχρονη μουσειακή συλλεκτική πολιτική θα ήθελε να αποφύγει, όπως η αντικειμενοκεντρική γνώση, η αγιοποίηση των επιστημόνων και η περιγραφική και γραμμική παρουσίαση της επιστήμης, όπως έγινε στο παρελθόν. Αυτό όμως είναι ζήτημα του τρόπου αξιοποίησης και επικοινωνίας των υλικοτήτων στο ευρύ κοινό, που σχετίζονται με τα διαδραστικά και συμμετοχικά μουσεία, όπως αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα.             Συμπερασματικά θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα σύγχρονα ελληνικά μουσεία, εφόσον θέλουν να συμβάλλουν στη δημόσια κατανόηση της επιστήμης και να αποτελέσουν εκπαιδευτικές και πολιτισμικές δομές απαραίτητες για μια εξελιγμένη και υγιή κοινωνία, θα πρέπει να επενδύσουν σε μία σύγχρονη συλλογή υλικοτήτων, συνδυάζοντας την με μια διαδραστική και συμμετοχική εκπαιδευτική πολιτική.  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Phillips Mahoney E.« Collecting twenty-first century science: an analysis of public and professional perceptions», στο διαδικτυακό τόπο:  https://journal.sciencemuseum.ac.uk/article/collecting-twenty-first-century-science-an-analysis-of-public-and-professional-perceptions/(ημερομηνία ανάκτησης:25/10/2023. Φιλιππουπολίτη Αναστασία,  Μουσεία, Επιστήμες και Τεχνολογία- Ψηφιακό Εκπαιδευτικό Υλικό (Πάτρα, 2021).    


[1]Mahoney E. Phillips,« Collecting twenty-first century science: an analysis of public and professional perceptions», στο διαδικτυακό τόπο:  https://journal.sciencemuseum.ac.uk/article/collecting-twenty-first-century-science-an-analysis-of-public-and-professional-perceptions/(ημερομηνία ανάκτησης:25/10/2023.

[2] Αναστασία Φιλιππουπολίτη,  Μουσεία, Επιστήμες και Τεχνολογία- ψηφιακό εκπαιδευτικό υλικό (Πάτρα, 2021) 82.

[3]Αναστασία Φιλιππουπολίτη,  Μουσεία, Επιστήμες και Τεχνολογία ,70-71

[4] Όπ.,72.