Ένα σχόλιο στην
ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ
ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΗΘΟΣ ΩΣ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΗΘΟΥΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του ανθρώπου, είναι το ηθικό ζήτημα. Εάν το
ζητούμενο της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η ευτυχία, ο τρόπος ζωής του θα πρέπει να οδηγεί σε αυτήν.
Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον σε αυτόν τον πλανήτη, που έχει το απαιτούμενο
βαθμό αυτοσυνειδησίας, ώστε να μπορεί να διαμορφώνει τον τρόπο που υπάρχει. Η
συνειδητοποίηση των φυσικών περιορισμών του, τα βιολογικά του όρια αφενός και η ύπαρξη
των άλλων υποκειμένων αφετέρου, έθεσαν το σκηνικό εκείνο στο οποίο η ζωή βιώνεται μέσα
από τον φόβο, τον πόνο, τη σύγκρουση. Έτσι ο άνθρωπος, από την αρχαιότητα μέχρι και
σήμερα, προσπάθησε να βρει τη λύση, μέσα από τη διαμόρφωση φιλοσοφικών, θεολογικών
και επιστημονικών συστημάτων, τα οποία θα του υποδείκνυαν ποιος είναι ο καλύτερος
τ ρόπος διαβίωσης, ώστε να προσεγγίσει την αναζητούμενη ευτυχία.
Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των περισσότερων αυτών ηθικών συστημάτων, ήταν η
θέσπιση αντικειμενικών κανόνων και αρχών, μέσω των οποίων επιδιώχθηκε η συμμόρφωση
σε έναν συγκεκριμένο τ ρόπο ζωής, ώστε να αποφεύγονται κατά το δυνατόν οι συγκρούσεις,
που αποτελούν μία από τις κύριες πηγές του ανθρώπινου πόνου. Η θεώρηση αυτή, δεν
υπήρξε ολοκληρωμένη, γιατί προσπάθησε να δώσει λύση στο πρόβλημα της σχέσεως του
ανθρώπου με τους άλλους, αγνοώ ντας όμως το πρόβλημα του θανάτου.
Μέσα στα πλαίσια αυτά, ο Χριστιανισμός, ξεκινώντας από άλλες προϋποθέσεις,
πρότεινε έναν τρόπο ύπαρξης, ο οποίος αφενός να παρέχει τη δυνατότητα αντιμετώπισης του
δεδομένου του θανάτου και αφετέρου να μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της
σύγκρουσης των υποκειμένων, έτσι ώστε η φαινομενική ευτυχία του ενός, να μην αποτελεί
την πηγή δυστυχίας του άλλου.
Η ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
Σύμφωνα με τα περισσότερα λεξικά, η Ηθική είναι ο κλάδος εκείνος της Φιλοσοφίας που μελετά και αξιολογεί θετικά ή αρνητικά τις πράξεις του ανθρώπου, διερευνά τα κριτήρια των επιλογώ ν του και σε τελική ανάλυση το ερώτημα για το καλό και το κακό. Με τη συστηματική της έννοια, δημιουργήθηκε για πρώτη φορά, από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία με τους Σοφιστές και τον Σωκράτη, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα από τους Πλάτωνα και Αριστοτέλη και συνε χίστηκε με αρκετά φιλοσοφικά ρεύματα, όπως τους Στωϊκούς, Επικούρειους κ.α. Ανάλογα με το κέντρο βάρους της κάθε φιλοσοφίας, διαμορφώθηκε και η αντίστοιχη ηθική, είτε ανθρωποκεντρική φυσιοκρατική, είτε θεοκεντρική. Στα ανθρωποκεντρικά συστήματα, “ πάντων χρημάτων μέτρον ἐστίν ἄνθρωπος¨. Εφόσον ως άνθρωπος νοείται η υποκειμενική ατομικότητα, τότε η ηθική που προκύπτει είναι όχι μόνο σχετική, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ένα καθολικό κριτήριο, αλλά πολύ περισσότερο ωφελιμιστική. Κάθε άνθρωπος έχει τ ο δικό του κριτήριο, ανάλογα με τα συμφέροντά του. Μια τέτοια αντίληψη περί ηθικής ανέπτυξαν οι Σοφιστές, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο εισήγαγαν έναν άκρατο υποκειμενισμό στο ζήτημα της αλήθειας, επηρεάζοντας και τη σύγχρονη φιλοσοφία.
Η καθιερωμένη σήμερα αντίληψη για την ηθική, εστιάζεται στη τήρηση κανόνων συμπεριφοράς. Με αυτήν την έννοια, η ηθική ακρωτηριάζεται σε μια αντικειμενική και συμπωματική θεώρηση. Λέγοντας αντικειμενική, εννοούμε την απόλυτη και πιστή τήρηση πολύ συγκεκριμένων και ιδιαίτερων αρχών και κανόνων, που θα πρέπει να εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες προϋποθέσεις και συνθήκες, οι οποίες οδηγούν τις ανθρώπινες πράξεις, ούτε η ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα και της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας. Η αντικειμενική αυτή θεώρηση, δεν είναι δυνατόν παρά να οδηγεί στον συμπτωματικό της χαρακτήρα, δηλαδή στην ανακούφιση κυρίως κάποιων ανεπιθύμητων τρόπων συμπεριφοράς ή στην καλύτερη των περιπτώσεων την εμφάνιση μίας κοινωνικά αποδεκτής μορφής διαβίωσης. Ως τέτοια, δεν μπορεί παρά να είναι επιφανειακή πρόσκαιρη και όχι θεραπευτική. Με αυτόν τον τρόπο η ηθική, μπορεί να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης του ανθρώπου. Δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση να ανταποκριθεί στο αίτημά του για σωτηρία. Μοιάζει με την άκαρπη προσπάθεια να χωρέσεις έναν υπέρβαρο άνθρωπο, μέσα σε ένα στενό ρούχο. Το ρούχο θα δείχνει ξένο και ο άνθρωπος θα ασφυκτιά. Η ηθική αυτή δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο, παρά μόνο να τον κάνει να φαίνεται καλύτερος. Για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να είναι οντολογική. Αν κάνουμε μία ιστορική αναδρομή, θα διαπιστώσουμε ότι η ηθική που επικράτησε κατά καιρούς σε μαζικό επίπεδο, διαμορφώθηκε με βάση μία τέτοια επιφανειακή θεώρηση. Εάν ηθική είναι η μελέτη των ανθρώπινων πράξεων, οντολογία είναι “ Η μελέτη της έννοιας του όντος και της ουσίας των πραγμάτων. Ως τεχνικός όρος, αναφέρεται για πρώτη φορά τον 17ο αι. στη Δύση, όμως η αρχή της ως “ επιστήμης”, ανάγεται στη φιλοσοφία του ΑριστοτέληΑριστοτέλη. Η σύνδεση της ηθικής με την οντολογία έγινε με την αρχαία ελληνική σκέψη. Το πρόβλημα που υπήρχε, ήταν το να διαπιστωθεί, κατά πόσον η ουσία των όντων ήταν ασφαλές και σταθερό κριτήριο. Όπως προαναφέρθηκε, σε μία ανθρωποκεντρική ηθική, “πάντων χρημάτων μέτρον ἐστίν ἄνθρωπος”. Εάν ο άνθρωπος δεν νοηθεί ως υποκειμενική ατομικότητα, όπως το εκλάμβαναν οι Σοφιστές, αλλά ως η ανθρώπινη ουσία, τότε συνδέεται αυτόματα η ηθική με την οντολογία. Έτσι προκύπτει το περί της φύσεως του ανθρώπου ερώτημα. Ο Αριστοτέλης προσπαθώντας να δώσει λύση στο ζήτημα του ηθικού σχετικισμού, συνέδεσε την ηθική με την οντολογία, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τον ορθό λόγο. Έτσι η ηθική έπρεπε να αποτελεί έκφραση της φυσικότητας της ανθρώπινης ουσίας. Το πρόβλημα όμως δεν είχε επιλυθεί, γιατί η αρχαία ελληνική σκέψη είχε καταλάβει ότι δεν είναι κάθε τι στη φύση όπως θα έπρεπε να είναι. Που βρίσκεται η αλήθεια των όντων όταν τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται; Ο Πλάτωνας από την άλλη, έχοντας επίγνωση της ρευστότητας των όντων, θεμελίωσε το κριτήριό του εξωκοσμικά, στις αμετάβλητες ιδέες που είναι αιώνιες και αναλλοίωτες και για τον λόγο αυτό συνιστούν το απόλυτο κριτήριο. Η συγκεκριμένη οπτική, επηρέασε και τα μεταγενέστερα συστήματα, όπως αυτό του Νεοπλατωνισμού, αλλά δεν άφησε αδιάφορους και τους Έλληνες Πατέρες Είναι φανερό, ότι για να μπορέσει η ηθική να εκφράσει τις βαθύτερες ανάγκες των ανθρώπων, θα πρέπει να συνδεθεί με την οντολογία τους. Μάλιστα θα πρέπει να αποτελεί έκφραση της οντολογίας τους. Το σύνολο συγκεκριμένων κανόνων, δεν μπορεί να λυτρώσει τον άνθρωπο από την υπαρξιακή του αγωνία, γιατί αναφέρεται στην επιφανειακή και εξωτερική θεώρηση της πραγματικότητας, η οποία μπορεί να παρουσιάζει μία ομοιομορφία, αλλά δεν συνδέεται με την εσωτερικότητα της ανθρώπινης υπόστασης, η οποία στηρίζεται στην ιδιαιτερότητα τ ων προσώπων και έχει ανάγκη από την ελευθερία των προσωπικών επιλογών. Την ανάγκη αυτή επισήμαναν ιδιαίτερα οι Πατέρες της Εκκλησίας, συνδέοντας το ήθος του ανθρώπου με την οντολογία του όπως θα φανεί στη συνέχεια.
ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΗΘΟΣ ΩΣ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ
ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
Η ανάγκη σύνδεσης της ηθικής με την οντολογία, έγινε νωρίς αντιληπτή από την πατερική θεολογία. Οι Έλληνες Πατέρες, κατάλαβαν ότι η ηθική ως τρόπος ζωής, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οντολογία. Στην πατερική σκέψη, ο ανθρώπινος τρόπος ύπα ρξης έχει αναφορά στον τριαδικό τρόπο ύπαρξης του Θεού Θεού. Η θεμελιώδης έννοια είναι αυτή του προσώπου. Χαρακτηριστικό της ορθόδοξης θεολογίας είναι η προτεραιότητα του προσώπου έναντι της ουσίας. Η προτεραιότητα αυτή, θεμελιώνεται στο βασικό χαρακτηριστικό του, που είναι η άσκηση της ελευθερίας του. Η ύπαρξη του Θεού εδραιώνεται στην ελευθερία Του και όχι στην ουσία Του.
Η γέννηση του ανθρώπου, είναι η στιγμή της υποστασιοποίησής του. Η φύση, γεννιέται ως υπόσταση, ως ένας συγκεκριμένος τρόπος ύπαρξης ενός ατόμου. Ο όρος άτομο, όπως φαίνεται και από τη χρήση του στις φυσικές επιστήμες, δηλώνει αυτό που δεν μπορεί να τμηθεί άλλο, άρα είναι όρος αριθμητικός, ποσοτικός. Ο άνθρωπος γεννιέται ως άτομο, αλλά έχει τη δυνατότητα να γίνει πρόσωπο. Η δυνατότητα αυτή είναι που διαφυλάσσει το δικαίωμα της ελευθερίας. Το άτομο μπορεί να επιλέξει αν ο ιδιαίτερος τρόπος που θα υπάρχει, θα είναι η αντίθεση του στη σχέση του με τους άλλους ή η συμπληρωματικότητα εκείνη, που χωρίς να αναιρεί τις διαφορές, οδηγεί στην καθολικότητα. Η αρμονική σύνθεση μέσω της ποικιλίας, θυμίζει ένα πάζλ. Δεν υπάρχει κανένα κομμάτι όμοιο με τα άλλα. Εξαρτάται όμως από τον προσανατολισμό του κάθε κομματιού, αν θα επιτευχθεί η σύνθεση μίας εικόνας, ή αν τα κομμάτια θα παραμείνουν σκόρπια. Ένα ερώτημα που γεννάται, είναι η σχέση της φύσης του ανθρώπου με την έννοια της προσωπικής ελευθερίας. Ο άνθρωπος γεννιέται πρόσωπο ή γίνεται μετά; Και ποιες είναι οι προϋποθέσεις εκείνες που χρειάζονται για να γίνει πρόσωπο; Βάση της ορθόδοξης ανθρωπο λογίας είναι η “ κατ’ ε ἰ κόνα Θεο ῦ καί καθ’ ὁ μοίωσιν” διδασκαλία. Εφόσον ο άνθρωπος δημιουργήθηκε σύμφωνα με την εικόνα του Θεού, θα πρέπει η εικόνα αυτή να θεωρείται το οντολογικό δεδομένο, δηλαδή η φύση του. Όμως κατά τον Γιανναρά, “ Ἂ ν ἀ ναφέρουμε τ ὴ ν ε ἰ κόνα το ῦ Θεο ῦ στ ὴ φύση κα ὶ ὄ χι στ ὴ ν προσωπικ ὴ ἑ τερότητα το ῦ ἀ νθρώπου, τότε τ ὸ ἦ θος ( ἡ ἀ λήθεια κα ὶ γνησιότητα τ ῆ ς ὕ παρξης) ε ἶ ναι ἕ νας φυσικ ὸ ς προκαθορισμ ὸ ς κα ὶ μι ὰ ο ὐ σιαστικ ὴ ἀ ναγκαιότητα γι ὰ τ ὸ ν ἄ νθρωπο” 13Άρα η ελευθερία του προσώπου καταργείται, αφού θα πρέπει να συμμορφωθεί με τη φύση του. Κατά συνέπεια, σύμφωνα πάντα με τον Γιανναρά, το “κατ’ ε ἰ κόνα Θεο ῦ ’’ δεν αναφέρεται στη φύση του ανθρώπου αλλά στο πρόσωπό του. Με αυτόν όμως τον συλλογισμό, κατά την άποψή μας, επειδή το“κατ’ ε ἰ κόνα” είναι καθολικά δ οσμένο στους ανθρώπους έστω και αμαυρωμένο μετά το προπατορικό αμάρτημα --, η παραπάνω προσέγγιση θα σήμαινε ότι κάθε άνθρωπος από τη στιγμή της γέννησής του είναι πρόσωπο. Η πατερική θεολογία από πολύ νωρίς( ήδη από την εποχή του Θεόφιλου Αντιοχείας και το υ Ειρηναίου), είχε λύσει το πρόβλημα, με τη διδασκαλία περί της σταδιακής τελείωσης του ανθρώπου Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι η φύση εκείνη, στην οποία έχει δοθεί η δυνατότητα να φθάσει στο “ ὁμοίωσιν”. Και είναι φύση, ακριβώς γιατί ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, γεννιέται με αυτήν τη δυνατότητα. Άρα το “κατ’ ε ἰκόνα”, ως φύση του ανθρώπου δεν αναιρεί την ελευθερία του, γιατί δεδομένη είναι η δυνατότητα της ομοίωσης και όχι η πραγμάτωσή της, που εξαρτάται από την ελεύθερη απόφαση του. Η άσκηση της ελευθερίας στον τρόπο ύπαρξης του προσώπου, θεμελιώνεται στην αγάπη, όπως συμβαίνει στον τριαδικό τρόπο ύπαρξης του Θεού. “ Ὁ Θε ὸ ς ἀγάπη ἐστίν” Δεν είναι μία ιδιότητα του Θεού η αγάπη, αλλά είναι ο τρόπος ύπαρξής Του, ο Θεός ως πρόσωπο. Εάν η πρώτη προϋπόθεση για το ορθόδοξο ήθος είναι ο τριαδικός τρόπος ύπαρξης του Θεού, η δεύτερη είναι η Χριστολογία. Εφόσον η ανθρώπινη φύση αλλοιώθηκε λόγω της πτώσεως, πως θα γίνει αυτή το ασφαλές κριτήριο για έναν αυθεντικό τρόπο ύπαρξης; Το ίδιο το γεγονός της ενανθρώπισης, έδωσε την ευκαιρία στον άνθρωπο να ξεπεράσει την κτιστότητα της φύσης του και τους περιορισμούς που αυτή του επιβάλλει και να συμμετέχει στον τρόπο ύπαρξης του Θεού. Το ορθόδοξο ήθος, είναι η μεταμορφωμένη και θεωμένη, από την ενανθρώπιση, ανθρώπινη φύση, έτσι όπως αυτή, με την άσκηση της ελευθερίας του, μετατρέπεται σε πρόσωπο. Με την ενανθρώπιση, ο άνθρωπος απέκτησε τη δυνατότητα να ξεπεράσει τις απαγορεύσεις της φύσεώς του, να νικήσει τον θάνατο και τις συνέπειές του, ώστε να υπάρξει κατά το ν τρόπο ύπαρξης του Θεού. Η εσχατολογική προοπτική του πατερικού ήθους, είναι αυτό που την χαρακτηρίζει . Το κριτήριο δεν είναι το παρελθόν, αλλά το μέλλον. Η οντολογική, εσχατολογική αυτή προσέγγιση του ήθους δεν είναι μία επιφανειακή βελτίωση του φαίνεσθαι, αλλά μία μεταμόρφωση του είναι. Δεν είναι τυχαίο ότι στους Πατέρες της Εκκλησίας απουσιάζει ο όρος ηθική. Στη θέση του βρίσκουμε τον όρο ήθος. Στα λεξικά, ως ήθος αναφέρεται “ο εσωτερικός κόσμος κάθε ανθρώπου, οι χαρακτηριστικές ψυχικές του ιδιότητες, η ποιότητα του χαρακτήρα του” ενώ στον πληθυντικό η λέξη σημαίνει “τα καθιερωμένα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς”. Υπάρχουν δυστυχώς πολλές περιπτώσεις που το ορθόδοξο ήθος ταυτίζεται με τη σημασία που έχει η λέξη στον πληθυντικό, δηλαδή τη συνήθεια ενός τρόπου ζωής, χωρίς να έχει προηγηθεί μία λογική επεξεργασία, χωρίς δηλαδή να έχει γίνει συνειδητή επιλογή. Σε αυτή την περίπτωση το ήθος ως συνήθεια, στηρίζεται πάνω σε άγραφους κανόνες, οι οποίοι γίνονται αποδεκτοί αυτονόητα, ενώ η μη πιστή εφαρμογή τους, επιφέρει την ποινή του κοινωνικού αποκλεισμού. Το ήθος λοιπόν με αυτήν την έννοια δεν είναι τίποτε άλλο παρά μίμηση. Είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι το ορθόδοξο ήθος, δεν μπορεί να έχει τη σημασία της συνήθειας. Το ήθος ως συνήθεια, δεν μπορεί να ταυτίζεται με το είναι του ανθρώπου, γιατί αντιτίθεται σε θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ορθόδοξης ανθρωπολογίας, όπως η έννοια του προσώπου και της ελευθερίας. Εφόσον η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, αντιλαμβανόμαστε ότι το ορθόδοξο ήθος είναι το εκκλησιαστικό ήθος. Τα μυστήρια της Εκκλησίας είναι η βιωματική συμμετοχή του ανθρώπου στον τρόπο ύπαρξης του Θεού. Στον χώρο της Εκκλησίας πραγματοποιείται η σύνδεση της οντολογίας με την ηθική. Με το Βάπτισμα, ο άνθρωπος λαμβάνει την αποκατεστημένη π λέον φύση του, ενώ με τη θεία Ευχαριστία πραγματώνεται ο προσωπικός τρόπος ύπαρξης, ως μετοχή στον τρόπο ύπαρξης του Χριστού. Ο ευχαριστιακός τρόπος ύπαρξης, είναι οντολογικός, γιατί θεμελιώνεται στο μεταμορφωμένο ανθρώπινο είναι. Εφόσον η ηθική για να είν αι αυθεντική, θα πρέπει να είναι οντολογική, η μόνη οντολογική ηθική είναι η ευχαριστιακή. Ο βιωματικός χαρακτήρας της συμμετοχής του ανθρώπου στη θεία ευχαριστία, αποδεικνύει την ηθική της διάσταση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο π. Α. Πινακούλας “η συμμετοχή στην θεία ευχαριστία απαιτεί ηθική δέσμευση” .Στο μυστήριο αυτό, δίδεται άλλη μία φορά η δυνατότητα του ανθρώπου να μεταμορφωθεί σε πρόσωπο, αφού λαμβάνει τις προϋποθέσεις για την ηθική πράξη 24 Αν δεν υπήρχε αυτή η σύνδεση, η θεία Ευχαριστία θα έχανε το ουσιαστικό της περιεχόμενο, αφού θα μεταβάλλονταν σε μία τελετουργική ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου, χωρίς την ουσιαστική και αγιαστική της σημασία. Για τον λόγο αυτό ο σκοπός του ανθρώπου είναι όντως η προσπάθεια του να μεταβάλλει τη ζωή του σε Ευχαρ ιστία, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γιανναράς. Είναι η διαρκής ενεργητική ανθρώπινη συμμετοχή στο ευχαριστιακό γεγονός. Η συνεργεία του ανθρώπου είναι προϋπόθεση τέλεσης της Ευχαριστίας. Αυτό άλλωστε δηλώνει η λέξη “λειτουργία” και για αυτό δεν τελείται θεία Ευχαριστία χωρίς τη συμμετοχή των πιστών. Ούτε έχει την έννοια της “επισφράγισης” γιατί έτσι θα έπρεπε να γίνεται μόνο μετά την ηθική τελείωση του ανθρώπου και μάλιστα άπαξ. Με αυτήν την έννοια η Εκκλησία θα ήταν η κοινωνία των τελείων, άποψη αιρετική και ξένη από την ορθόδοξη πατερική θεολογία. Η θεία Λειτουργία είναι η σύνδεσή μας με την πηγή της ζωής, με την οντολογική μας πραγματικότητα, ώστε το ήθος μας να εκφράζει την οντολογία μας. Ο δυναμικός χαρακτήρας την Ευχαριστίας είναι η προϋπόθεση της άσκησης. Η πραγμάτωση του προσωπικού τρόπου ζωής, συνεπάγεται διαρκή αγώνα. Πρόκειται για την επίπονη διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τη σχετικότητα της φύσης του, τα δεδομένα όρια που πρέπει να υπερβεί, τα βιολογικά και πνευματικά του πάθη. Οι βιολογικές του δεσμεύσεις, φαίνονται απόλυτα απαγορευτικές για τη σωτηρία τ ου. Έτσι γιγαντώνεται ένας παθολογικός εγωισμός, με τον οποίο προσπαθεί να καλύψει τα κενά της υπαρξιακής του απελπισίας. Για τον λόγο αυτό η συμμετοχή στην Ευχαριστία, λειτουργεί ως προϋπόθεση της άσκησης. Με τη συσσωμάτωση στον Χριστό, ο άνθρωπος αποκτά την πίστη, την ελπίδα και τη βεβαιότητα, ότι μπορεί να υπερβεί την κτιστότητά του. Παράλληλα, αναγνωρίζει τις ατέλειες και τα λάθη του,κάνοντας έτσι το πρώτο βήμα για τη μετάνοια. Η έννοια της μετάνοιας απέχει πολύ από μία συγκινησιακά φορτισμένη αίτηση συγχώρησης. Η μετάνοια, όπως υποδηλώνει και η λέξη, είναι η μεταστροφή του νου, η αλλαγή του τρόπου σκέψης και κατά συνέπεια του τρόπου ζωής. Χωρίς μετάνοια δεν μπορεί να υπάρξει άσκηση και χωρίς την άσκηση δεν υπάρχει μετάνοια.
Δεν χρειάζεται βέβαια να τονιστεί ότι η συνήθης αντίληψη ότι η άσκηση είναι καθήκον των μοναχών και μόνο, είναι εντελώς εσφαλμένη. Το ορθόδοξο ήθος ταυτίζεται με την άσκηση. Ασκητική ζωή δεν γίνεται μόνο στα πλαίσια ενός αναχωρητισμού, αλλά και εντός της κοινωνίας. Ίσως μάλιστα η δεύτερη να είναι και δυσκολότερη από την πρώτη.
Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΗΘΟΥΣ
Στη Δύση, το σύστημα ηθικής που διαμορφώθηκε, εκφράζει πολύ περισσότερο τη δεύτερη έννοια του ήθους στον πληθυντικό, δηλαδή ένα καθιερωμένο σύστημα ηθικής συμπεριφοράς παρά την πρώτη που αναφέρεται στον ανθρώπινο εσωτερικό κόσμο. Έτσι το ήθος ταυτίστηκε με την ηθική, δηλαδή με ένα σύνολο απαγορεύσεων και επιταγών με δικανικό και σχολαστικό χαρακτήρα. Η πηγή των δικανικών αντιλήψεων βρίσκεται στον Αυγουστίνο, ο οποίος εκκινώντας από ωφελιμιστικές προϋποθέσεις, ταύτιζε την προπτωτική κατάσταση του Αδάμ, με το τέλος του ανθρώπου. Εφόσον ο πρώτος άνθρωπος ήταν ευτυχισμένος και τέλειος, η μόνη του αποτυχία ήταν η παράβαση της θείας εντολής. Άρα ο άνθρωπος θα πρέπει να υπακούει σε κανόνες συμπεριφοράς, οι οποίοι δεν χρειάζεται να έχουν κάποια οντολογική εξήγηση, παρά μόνο να εξυπηρετούν τις αυταρχικές αξιώσεις του Θεού (ή του όποιου αντιπροσώπου Του). Κατά συνέπεια, όταν παραβιάζονται αυτές οι εντολές, ο Θεός απ αιτεί την άμεση ικανοποίησή Του. Με αυτόν τον τρόπο, δεν επιτράπηκε η σύνδεση της ηθικής με την οντολογία. Είναι όμως γεγονός, ότι ακόμα και αν είχε συνδεθεί η ηθική με την οντολογία, η προτεραιότητα της ουσίας έναντι του προσώπου που χαρακτηρίζει την δυτική θεολογία, θα έφερνε το ίδιο αποτέλεσμα. Άρα το ζήτημα δεν βρίσκεται μόνο στη σύνδεση μεταξύ της ηθικής και της οντολογίας, αλλά στο εάν η συγκεκριμένη οντολογία είναι όντως οντολογία, έκφραση δηλαδή της αυθεντικότητας και της καθολικότητας. Η δυτική αντίληψη περί ηθικής, έχει ταυτιστεί με ένα σύνολο συγκεκριμένων κανόνων. Γεννιέται όμως το ερώτημα αν έχει τη δυνατότητα να εκφράσει το υπαρξιακό βάθος του ανθρώπου, ώστε να μπορεί να συνδεθεί με την οντολογία του. Η συμβατική αντιμετώπιση του ανθρώπινο υ τρόπου ζωής, ακόμα και κάτω από τις καλύτερες προϋποθέσεις, μπορεί να τον βελτιώσει, αλλά σε καμία περίπτωση να τον μεταμορφώσει. Με εργαλείο τον σχολαστικισμό, διαμορφώθηκε ένα αυστηρό και άκαμπτο πλαίσιο ηθικών κανόνων, με αντικειμενική και απόλυτη ισχύ. Η αμαρτία, κάτω από αυτό το σκεπτικό, θεωρείται παράβαση και αδίκημα νομικού χαρακτήρα, ενώ θεωρείται αυτονόητη η επιβολή ποινών. Με τον τρόπο αυτό, έφθασε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία να εκμεταλλεύεται όχι μόνο την πίστη, αλλά κυρίως τον φόβο των ανθρώπων που η ίδια είχε φροντίσει να δημιουργήσει για την οργή του Θεού, δίδοντας έναντι χρηματικού τιμήματος οτιδήποτε θα μπορούσε να τον κατευνάσει, με αποκορύφωμα τα γνωστά συγχωροχάρτια. Έτσι ο άνθρωπος κυριαρχείται από φοβικές καταστάσεις, αναζητώντας την ατομική λύτρωση, μέσα από μία σχέση εμπορικού χαρακτήρα με τον Θεό, όπου τα χρήματα ανταλλάσσονται για τη σωτηρία. Στην άλλη πλευρά στάθηκε ο Λούθηρος, επαναστατώντας ενάντια στην εξωφρενική αυτή θεώρηση. Αντιδρώντας στο ρωμαιοκαθολικό κατεστημένο, θεώρησε την Αγία Γραφή ως τη μόνη αυθεντία και μάλιστα με το δικαίωμα της υποκειμενικής εκάστοτε ερμηνείας. Η διδασκαλία του, για την πλήρη καταστροφή της φύσης του ανθρώπου με το προπατορικό αμάρτημα, απαγορεύει επί της ουσίας κάθε δυνατότητα συνάντησης της ηθικής με την οντολογία. Όχι μόνο η ουσία του ανθρώπου είναι απόλυτα αμαρτωλή, αλλά δεν υπάρχει ούτε η δυνατότητα μιας υπαρξιακής μεταμόρφωσης, μέσα από τη συνάντηση Θεού και ανθρώπου. Ακόμα και η πίστη, με τον καιρό έχασε την ουσιαστική της σημασία, αφού σύμφωνα με το δόγμα του απόλυτου προορισμού, που αναπτύχθηκε από τον Ζβίγγλιο, ο άνθρωπος την αποδέχεται παθητικά. Απουσιάζει η ιδέα της συνεργίας του στο έργο της σωτηρίας του. Παρά τα κίνητρα του Λούθηρου, ο Προτεσταντισμός δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τις αμαρτίες του Ρωμαιοκαθολικισμού. Η ανθρωπολογία που ανέπτυξε, οδήγησε το Μεταρρυθμιστικό κίνημα, ύστερα από μία κυκλική τροχιά, να φθάσει στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε. Έτσι εμφανίστηκαν δύο ακραία ρεύματα, ο ευσεβισμός και η φυσική θεολογία. Στην πρώτη περίπτωση, παρά το δόγμα της δικαίωσης με μόνη την πίστη, απαιτούνται έργα, έτσι ώστε να αποδεικνύεται ότι ο πιστός είναι προορισμένος να σωθεί. Στην δεύτερη περίπτωση, έχουμε μία θεολογία και αντίστοιχα μία ηθική, οι οποίες εδραιώνονται στον ο ρθολογισμό. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο δυτικός ορθολογισμός, πολύ απέχει από την έννοια του ορθού λόγου των αρχαίων Ελλήνων, στον οποίον δεν συμπεριλαμβάνονταν μόνο η απλή λογική που στηρίζεται στις αισθήσεις, αλλά και άλλα γνωστικά εργαλεία του ανθρώπου, όπως η ενόραση και η πίστη με τα οποία συνέδεσαν τη θεολογία τους και οι Έλληνες Πατέρες. Με την ακρωτηριασμένη αυτή αντίληψη του ορθολογισμού, προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την Αγία Γραφή, οδηγώντας παράλληλα σε μία ηθική ατομοκεντρική και ως εκ τού του ωφελιμιστική. Το συμφέρον του ατόμου γίνεται το κριτήριο της ηθικής. Ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση που το κριτήριο είναι το συμφέρον του συνόλου των ατόμων, η ηθική αυτή εξακολουθεί να είναι ωφελιμιστική. Ο άνθρωπος θεωρείται το κέντρο της κτίσης, αξιολογώντας την, ανάλογα με τα οφέλη που αυτή του προσφέρει. Η ίδια η φύση δεν έχει την αξία της ως δημιούργημα του Θεού, αλλά η αξία της ζυγίζεται σε σχέση με το ανθρώπινο συμφέρον. Το τεράστιο οικολογικό πρόβλημα που σημαδεύει την εποχή μας, είναι ένα από τα δυσάρεστα αποτελέσματά αυτής της ηθικής. Το ζήτημα είναι ότι η αλλοίωση του εκκλησιαστικού ήθους, παρά τη θεολογία των Πατέρων, άγγιξε και το ορθόδοξο ήθος. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός της άγνοιας της πατερικής διδασκαλίας. Η Δυτική προσέγγισ η της ηθικής, επηρέασε και τους ορθόδοξους και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αναγνωρίζεται ως δυτική επιρροή, αλλά να θεωρείται ως γνήσια ορθόδοξη. Έτσι ο πιστός νηστεύει χωρίς να ασκείται. Παρευρίσκεται στη θεία λειτουργία χωρίς να συμμετέχει. Εξομολογείται χωρίς να μετανοεί. Κάνει ελεημοσύνη χωρίς να αγαπά. Προσεύχεται χωρίς να επικοινωνεί. Συμμορφώνεται χωρίς να μεταμορφώνεται.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πρωτεύουσα :
Καινή Διαθήκη: Α΄Ιωάννη
Δευτερεύουσα:
Γιαγκάζογλου Στ.,
« Το ορθόδοξο ‘ », στο Κ. Αγόρας, Στ. Γιαγκάζογλου, π. Ν.
Λουδοβίκος, Στ. Φωτίου (επιμ.), Πίστη και βίωμα της Ορθοδοξίας, Α΄, Δόγμα,
πνευματικότητα και ήθος της Ορθοδοξίας (Πάτρα: ΕΑΠ, 2002).
-
-., Κοινωνία θεώσεως. Η σύνθεση Χριστολογίας και Πνευματολογίας στη δι δασκαλία του Αγίου
Γρηγορίου Παλαμά , ( Αθήνα: εκδ. Δόμος,
Γιανναρά, Χ.,
Η ελευθερία του ήθους (Αθήνα: Ίκαρος,
Δεσπότη Σ.,
« Φιλοσοφική και χριστιανική ηθική », στο Αθανάσιος Αντωνόπουλος και
Σωτήριος Δεσπότης (επιμ.), Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξί ας, Γ΄, Διαχρονικές Συνιστώσες
της χριστιανικής θεολογίας στην Ορθοδοξία (Πάτρα: ΕΑΠ,
Ζηζιούλα, Ι. (Μητρ. Περγάμου),
« Από το προσωπείον εις το πρόσωπον: η συμβολή της
πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του προσώπου », στον συλ. τόμο Χαριστήρια εις τιμήν
του Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος , Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικό Ίδρυμα
Πατερικών Μελετών 1977).
-
-. (Μητρ. Περγάμου), ‘Οντολογία και Ηθική’, Φρέαρ 3 (2013).
Ζουμπουλάκη Στ.,‘Το
« Σύνορο » και ο Χρήστος Γιανναράς: Η θεολογική πρόταση της
αποηθικοποίηση ς του χριστιανισμού’, στο Π. Καλαϊτζίδης, Θ.Ν. Παπαθανασίου, και Θ.
Αμπατζίδη (επιμ.), Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία: Η ‘θεολογία του ’60’ (Αθήνα:
Ίνδικτος, 2009).
Ματσούκα Ν. , Ο Προτεσταντισμός, ( Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πουρνάρα,1995
Μπέγζου
Μ., “ Οι πρώτες διαφοροποιήσεις ανατολικού (ελληνόφωνου) και δυτικού
(λατινόφωνου) Χριστιανισμού”, στο Μ. Μπέγζου, Στ. Πορτελάνου, Αλ. Καρυώτογλου, Γ.
Μεταλληνού, Η Ορθοδοξία ως Κληρονομιά (Πάτρα: Έκδοση Ελληνικού Ανοικτού
Πανεπιστημίου, 2001)
Μπαμπινιώτη
Γ. , Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας , ( Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε.
1998)
Παπαπέτρου Κ.,
Η ἰ διοτροπία ὡ ς πρόβλημα ὀ ντολογικ ῆ ς ἡ θικ ῆ ς,ς,( Αθ ῆ ναι: 1973)
Πελεγρίνης Θ.,
Λεξικό της φιλοσοφίας. Οι Έννοιες, οι Θεωρίες, οι Σχολές, τα Ρεύματα και τα
Πρόσωπα 3 ( Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα,
Πινακούλας π. Α., ‘Ευχαριστία και Ηθική’, στο Σταύρος Ζουμπουλάκης (επιμ.),
Η επιστροφή
της ηθικής: παλαιά και νέα ερωτήματα , (Αθήνα: Άρτος Ζωής,
Ρωμανίδου Ι., Τό προπατορικόν ἀ μάρτημα,μάρτημα,( Αθήνα: Εκδόσεις Δόμος ,
